ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006

Viva Espana

«έκανα τα χαρτιά μου για Erasmus», είπε η Γεωργία. Η συζήτηση κάπου είχε σκαλώσει και κάτι έπρεπε να πει. Ο Νίκος ήταν από τους τύπους που μπορούσαν να κάτσουν στον ποπό τους χωρίς να μιλάνε συνέχεια. Καμιά φορά το γεγονός ότι απλά έβγαινε απ’ το σπίτι του ήταν αρκετό. Η Γεωργία από την άλλη δεν μπορούσε αν δεν είχε κάποιο θέμα να συζητά. Ο Νίκος που γενικά καλό παιδί μπορεί να ήταν και να μην πείραζε κανένα, αλλά ήταν κατιτίς ωμός και απότομος καμιά φορά, της είχε πετάξει αρκετές φορές: «να σκάσεις και να πιεις απλά την γαμημένη σου μπύρα δεν μπορείς; Αμαν! Όλες οι γκόμενες ίδιες έχετε καταντήσει.». Η Γεωργία πάντα τσατιζόταν το ίδιο και η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε συνηθίσει το μπινελίκι που της έριχνε ο Νίκος.

Πάντα απαντούσε το ίδιο. Πρώτα του έλεγε ότι δεν είναι σωστό να αναφέρεται στις γυναίκες ως «γκόμενες», γιατί δεν ήταν ‘politically correct’ σαν έκφραση. Μια παρατήρηση στην οποία πάντα ο Νίκος απαντούσε δυνατά και με στόμφο λέγοντας: «στην πούτσα μου». Ύστερα σκοτωνόταν στο γέλιο βλέποντας την Γεωργία κόκκινη από θυμό. Όταν (και αν) κατάφερνε να ξεπεράσει τα νεύρα της συνέχιζε την υπεράσπιση της λέγοντας ότι «δεν είμαστε όλες ίδιες» και άλλες τέτοιες κλασσικές και τυπικές κλισεδούρες. Στο τέλος έκλεινε λέγοντας ότι τέλος πάντων τουλάχιστον μπορεί και μιλάει για διάφορα πράματα και δεν κάνει κατινίστικο κουτσομπολιό. Για την πάλη των τάξεων μιλούσε, για τον Λένιν, τι πήγε στραβά στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ , για Γκοντάρ και κορεάτικο κινηματογράφο, για έντεχνη και funk μουσική, για dark wave, για Interpol και Archive, για τους Doors και το τι σήμαινε ο Morison για τα 60’s και για τη μαχητικότητα των ΕΑΑΚ. Του Νίκου πάλι του φαινόταν ότι όλες αυτές οι γκόμενες με τα κροσάτα φουλάρια και τις ινδικό στυλ τσάντες με τα καθρεφτάκια που έπαιρναν από το μοναστηράκι ή τη ναυαρίνου, τα all star παπούτσια και τα μαύρα συνήθως ρούχα, τα tribal tattoo ή αυτά με νεράιδες και ξωτικά (ανάλογα πάντα τα ναρκωτικά που έπαιρναν) και το τουλάχιστον ένα piercing, ήταν απελπιστικά ίδιες όσο και αν προσπαθούσαν να δείξουν πόσο διαφορετικές και μαχητικές είναι, απαλλαγμένες από τα καταναλωτικά must της εποχής.

Γιατί η Γεωργία ήταν από τα κοριτσάκια που έτρεχαν και φώναζαν «εμπρός λαέ μη σκύβεις το κεφάλι» και άλλα τέτοια γλαφυρά και επαναστατικά. Αυτό που ο Νίκος δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν πως γίνεται να παροτρύνεις κάποιον να μη σκύβει το κεφάλι, τη στιγμή που εσύ το κάνεις συνέχεια για να τσιμπουκώσεις κάποιον μουσάτο μαλλιά (γερή ανάσα παρακαλώ φίλε αναγνώστη γιατί με τα κόμματα και γενικά τα σημεία στίξης δεν τα πάω καλά) που εντυπωσιάστηκες για τα όσα σου είπε ένα βράδυ για τον Μπακούνιν ή και δεν ξέρω γω για ποιον άλλο νεκρό επαναστάτη που είναι trendy αυτή την εποχή και που κάνει «μπαμ» ότι το παίζει αναρχικός για τις γκόμενες ή γιατί απλά είναι πολύ ρεμάλι για να δουλέψει αλλά είναι μαλακία να το λες έτσι χύμα οπότε πρέπει να το στηρίζει ιδεολογικά (π.χ. «η δουλειά δεν είναι δικαίωμα, είναι εκβιασμός») και εσύ όμως δεν (δε θέλεις να)βλέπεις τίποτα από όλα αυτά και συνεχίζεις να θαυμάζεις το επαναστατικό, αναρχικό, σοσιαλιστικό του πνεύμα παρόλο που εσύ πια τον ταΐζεις και του πληρώνεις τα ξύδια ή μαζί με σένα πηδάει και άλλες τέσσερις «συντρόφισσες» ή σου σπάει τα μούτρα καμιά φορά ή ζητάει επίμονα να σε γαμήσει μαζί με τον Πέτρο γιατί επιβάλλεται να μοιραζόμαστε με τους συντρόφους. Την απορία αυτή φυσικά ο Νίκος ποτέ του δεν της την είχε εκφράσει. Ήξερε αρκετές τέτοιες γκόμενες και πόσο κολημμένες ήταν, οπότε το θεωρούσε τσάμπα σπατάλη φαιάς ουσίας. Επιβεβαιώθηκε δε στο πρώτο μήνα που τη γνώρισε, όταν σε ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ εκείνη του έσπαγε τα παπαριά για την φανέλα της εθνικής ελλάδος που φορούσε εκείνο το βράδυ.

«έκανα τα χαρτιά μου για Erasmus», είπε η Γεωργία. «για πού;» ρώτησε ο Νίκος κάπως βαριεστημένα. «Ισπανία, Βαρκελώνη» του είπε η Γεωργία, που της φαινόταν ότι είναι πολύ ενθουσιασμένη και είχε όρεξη να αρχίσει να του λέει αναλυτικά τι και πως. Ο Νίκος την προσγείωσε απότομα. «ε καλά» είπε τελείως ειρωνικά. «τι εννοείς; Τι θες να πεις;», ρώτησε η Γεωργία που φαινόταν φανερά ξενερωμένη από το γεγονός ότι κατέβηκε από το συννεφάκι της. «ότι όλες τις γκόμενες τελευταία, σας έχει πιάσει η μανία να πάτε Ισπανία και Βαρκελώνη, γιατί φέτος είναι must, όπως κάποτε ήταν το ‘Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο’ που τραγούδαγαν και οι τρύπες» της είπε με ένα στυλ εντελώς αδιάφορο, αλλά ο ίδιος ήταν ενοχλημένος από το γεγονός ότι άκουγε κάτι για χιλιοστή φορά. Όπως ήταν φυσικό η Γεωργία για άλλη μια φορά τσατίστηκε μαζί του και ξεκίνησε την υπεράσπιση της. Άρχισε να του λέει για το πόσο όμορφη ήταν η Ισπανία και η Βαρκελώνη, για την πολιτιστική και πολιτική της κληρονομιά και χίλια δυο άλλα τα οποία αποδείκνυαν ότι δεν ήταν μια απόφαση βασισμένη στα trends της εποχής. Ο Νίκος όμως δεν άκουσε σχεδόν τίποτα από όσα είπε. Την ώρα που η Γεωργία ξεκίνησε το λογύδριο της, ένα καλό για τα γούστα του Νίκου γκομενάκι μπήκε στο μαγαζί. Πέραν του γεγονότος ότι ο Νίκος δεν θα χαλιόταν να τις ρίξει κανένα, η γκόμενα του θύμιζε κάποια. Όχι απαραίτητα κάποια γνωστή, αλλά κάποια που είχε δει κάπου και για κάποιο λόγω ξεχώρισε και θυμόταν. Όλο το υπόλοιπο της βραδιάς έσπασε το κεφάλι του να θυμηθεί, αλλά τίποτα. Στο τέλος βαρέθηκε. «έβαλα να κατεβαίνει το ‘V for Vendetta’, λογικά ως τώρα θα έχει τελειώσει το download. Θες να έρθεις να την δούμε;» είπε εντελώς απότομα στην Γεωργία. Αυτή τσατισμένη – μάλλον γιατί τόσην ώρα την είχε χεσμένη και δεν την πρόσεχε – του είπε όχι. Αυτός πάλι είπε απλά «οκ» άφησε τα λεφτά για τις μπύρες που ήπιε και έφυγε.

[…]

Η Γεωργία ήταν ήδη τέσσερις μήνες στη Βαρκελώνη. Ήταν ευτυχισμένη και ζούσε την απόλυτη ονείρωξη της. Αν και η ίδια πίστευε ότι έκανε κάτι το μοναδικό, στην ουσία έκανε ότι κάνουν όλοι οι Έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό. Έτρωγε ότι έστελνε η μαμά, έκανε παρέα με Έλληνες, πήγαινε σε μαγαζιά που σύχναζαν ως επί το πλείστον Έλληνες και συνέχισε να έχει την ίδια ελληνική κουλτούρα (και μαλακία στο κεφάλι) που είχε πριν έρθει (άσχετα αν στο μυαλό της νόμιζε πως είχε γίνει μέρος της καταλωνικής καθημερινότητας). Όπου τραβούσαν οι άλλοι τράβαγε και αυτή, τα εντατικά μαθήματα Ισπανικών που έκανε Ελλάδα πήγαν περίπατο (κυρίως γιατί καψουρεύτηκε τον καθηγητή της) και την γύρισε στα αγγλικά, έβγαλε και τις φωτογραφίες της σε μνημεία και γνωστά μέρη, στα μουσεία δεν πάτησε ποτέ γιατί «η τέχνη δεν είναι για να μπαίνει πίσω από τζαμαρίες», την εντυπωσίασε πάρα πολύ (το είπε και στο τηλέφωνο στην κολλητή της και ήταν πολύ χαρούμενη) που τα πράματα με το χασίς ήταν χαλαρά και κάπνιζαν ως και στους δρόμους και έκανε πως δεν είδε ποτέ ούτε ένα τελειωμένο junkie ή της μαύρες πουτάνες που εκδίδονταν σε στενά για είκοσι ευρώ το πολύ. Ήταν η απόλυτη φοιτήτρια-τουρίστρια, πράμα που αποδείκνυε και το γεγονός ότι στη σχολή της πάτησε μόνο όταν ήταν απόλυτη ανάγκη. Σε αυτό βέβαια έπαιξε το ρόλο του ο Χουανίτο.

Για τον οποίο Χουανίτο δεν θα έλεγε ποτέ τίποτα στο Νίκο. Γιατί ένα βράδυ πριν φύγει της είχε πει ότι θα κάνει ότι και οι άλλες γκόμενες που πήγαιναν Ισπανία: «το μόνο που ξέρετε να κάνετε εκεί είναι να βρίσκετε τίποτα μαλάκες Ισπανούς, που εκεί τους έχουν για χειρότερους μαλάκες απ’ ότι έχουν εδώ εμένα και να τους κάνετε θεούς. Μετά γυρνάτε πίσω, κλαίτε για τρία χρόνια και μας σπάτε την παπάρα επειδή ο Χοσέ δεν πήρε ούτε ένα τηλέφωνο». Μόνο και μόνο για να μη δει το χαμόγελο της δικαίωσης στα μούτρα του, δε θα του το έλεγε. Και αν ποτέ το μάθαινε από κάπου θα το αρνειώταν, άλλωστε δεν είχε σκοπό να το πει σε κανένα, εκτός της κολλητής της. Σε αυτό ίσως έπαιζε και ρόλο ότι ο Χουανίτο, πέρα από το γελοίο όνομα που είχε δεν ήταν και κανένας θεογκόμενος. Πιο πολύ για γιο Έλληνα ταβερνιάρη τον έκανες ( από αυτούς που έπαιρναν παραγγελία από ξένους σε νησί και σκοτωνόσουν στο γέλιο να τους ακούς να λένε «εντ γουάν tzatziki γιου σεντ;»). Μαυριδερός, κατσαρομάλλης και με τρίχες ως και στην πατούσα. Για την Γεωργία όμως ήταν ένας άγγελος στην γη που κατέβηκε ειδικά γι’ αυτήν.

Ο Χουανίτο πάλι ένιωθε πως στα χέρια του έπεσε από τον ουρανό το δελτίο του Ισπανικού τζόκερ, συμπληρωμένο με τους σωστούς αριθμούς. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν απλά να το καταθέσει. Και πράγματι αυτό έκανε. Γρήγορα κατάλαβε ότι η Ελληνίδα τον είχε για θεό. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά δεν σκοτιζόταν κιόλας (ίσως επειδή ως Έλληνες έχουμε δώσει τα φώτα του πολιτισμού σε όλους, να δώσαμε και μεταφρασμένη στα Ισπανικά την παροιμία «του χαρίζανε το γάιδαρο και αυτός τον κοίταγε στο δόντια»). Σκεπτόμενος ότι έχει την μια και (μάλλον) μοναδική ευκαιρία να βγάλει όλες του τις καύλες και τα αποθυμένα, δεν έχασε χρόνο. Ότι ανωμαλία είδε σε πορνοταινία την δοκίμασε πάνω στην Γεωργία, η οποία και φυσικά ποτέ δεν έλεγε όχι. Όταν ο Χουανίτο ένα βράδυ πρότεινε να της κάνει throat gagging εκείνη ψιλοκόλλησε. Για το θέμα της πίπας είχε διαφωνήσει ως και με τον πρώην της τον Κώστα και ας ήταν κολλημένη μαζί του (μάλιστα ο Κώστας ακούγοντας το όχι τα πήρε στο κρανίο λέγοντας της ότι αυτά ήταν μαλακίες που της είχαν μείνει κατάλοιπο από την εποχή που ήταν στην ΚΝΕ). Και καλά, η πίπα με τον Χουανίτο ήταν κάτι που συνήθισε γρήγορα, αλλά όταν έμαθε τι ακριβώς είναι το throat gagging κάπου κόλλησε. Σκέφτηκε ότι κάτι τέτοιο ίσως την έκανε να αισθανθεί μειωμένη ως γυναίκα και ως άνθρωπος. Πολύ γρήγορα όμως αποφάσισε πως όντως η σκέψη της ήταν αποτέλεσμα της πλύσης εγκεφάλου στην ΚΝΕ και πως ο Χουανίτο είναι θεός και δεν θα ήθελε να την περάσει για κομπλεξική (άντε να εξηγήσεις και στα Ισπανο-Αγγλικά για το κολασμένο σου παρελθόν στην ΚΝΕ). Έτσι είπε το ναι.

Ο Χουανίτο πάλι είχε μάθει για το throat gagging από ένα φίλο. Είδε και στα γρήγορα μερικά αποσπάσματα από μια τσόντα του είδους και αποφάσισε ότι αφού έχει και την Ελληνίδα πρόχειρη να το δοκιμάσει. Τρομπάκος καθώς ήταν παρέλειψε να πάρει κρίσιμες πληροφορίες για το θέμα. Ότι δηλαδή συνήθως τελειώνεις στα μούτρα της γκόμενας ή αν αποφασίσεις να τελειώσεις μέσα στο στόμα της: πρώτων της το λες σε έγκαιρο χρόνο και δεύτερων όσο τελειώνεις σταματάς να πιέζεις και να κουνιέσαι , γιατί υπάρχει η πιθανότητα να πνιγεί η γκόμενα (άλλωστε είναι κουρασμένη που της πηδάς τόσην ώρα το στόμα και τη σφαλιαρίζεις). Έτσι όταν η Γεωργία άρχισε να χτυπιέται σαν το ψάρι και να προσπαθεί να τον σπρώξει προς τα πίσω, εκείνος νόμιζε ότι η γκόμενα έπιασε επιτέλους το νόημα του throat gagging. Αυτό τον καύλωσε ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να σπρώχνει ακόμα περισσότερο. Ούτε που είδε τον τρόμο και την αγωνία στα μάτια της.

[…]

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ο Λορένθο άκουγε με το στόμα ανοιχτό τα όσα του έλεγε ο συνκρατούμενος του. Του φαινόταν εντελώς απίστευτο. Εντάξει το να φας πέντε χρόνια για φόνο εξ αμελείας είναι μια χαρά αναλογιζόμενος ότι πήρες τη ζωή κάποιου. Στα προμελέτης σου δίνουν άλλα είκοσι χαλαρά και αυτός το ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Δεν μπορούσε όμως να μη ρωτά συνέχεια «σοβαρά τώρα. Γι’ αυτό είσαι μέσα;», όσες φορές και αν πήρε την ίδια θετική απάντηση. Λίγο αργότερα φώναξε και τους υπόλοιπους της συμμορίας. Ούτε και οι άλλοι το έβρισκαν πιθανό, κάποιοι μάλιστα δεν το πίστεψαν ποτέ, αλλά αφού το πίστεψε ο αρχηγός το θέμα είχε λήξει. Κάθισαν και το συζήτησαν για λίγο και αφού σκέφτηκαν ότι είχαν ήδη αρκετά χρόνια φυλάκισης ακόμα στην πλάτη και δεν χρειαζόταν και άλλα, το αποφάσισαν. Θα σταματούσαν να χύνουν τον Χουανίτο στο στόμα κάθε φορά που θα τον βίαζαν. Η ελευθερία απαιτεί θυσίες και έχει και αυτή το τίμημα της. ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ).

Η κηδεία της Γεωργίας έγινε τρεις μέρες μετά. Ο Νίκος ήταν από τους λίγους που ήξεραν τι ακριβώς είχε γίνει. Αυτό έγινε γιατί τις πρώτες ώρες του πανικού στην Ισπανία, ο Χουανίτο με τη συγκάτοικο της Γεωργίας μη γνωρίζοντας ελληνικά δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος αριθμός στο κινητό της Γεωργίας ήταν των γωνιών. Έτσι το πρώτο άτομο που ειδοποίησαν, ήταν η κολλητή της Γεωργίας που έτυχε να είναι online στο msn και επειδή τέτοιες ιστορίες είναι δύσκολο να κρατηθούν μυστικές ο Νίκος έμαθε χαρτί και καλαμάρι τι ακριβώς έγινε. Στην κηδεία πήγε με μια κοινή γνωστή τους, την Κορίνα. Εκείνη πλάνταξε στο κλάμα, ο Νίκος πάλι συνηθισμένος ήταν πιο άνετος. Ο πατέρας της Γεωργίας ήταν τελείως χαμένος και στον κόσμο του. Προφανώς δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι τον πείραζε πιο πολύ. Το ότι πέθανε ή το πώς ακριβώς; Η μάνα της πάλι δεν είχε τέτοια διλλήματα. Μόνο έκλαιγε και μοιρολογούσε μαζί με κάτι άλλες παρατρεχάμενες (υποθέτω ότι για τις γυναίκες το να πηγαίνουν σε κηδείες όταν περάσουν τα εξήντα είναι κάτι σαν χόμπι). Σε κάποια φάση μέσα στην παραζάλη της και τα μοιρολόγια της η μάνα της φώναξε «αχ γιατί κορίτσι μου; Γιατί δεν σου είπα να μην πας;». «Γιατί δεν τις είπες ποτέ να είναι απλά ο εαυτός της και πως αυτό και μόνο μετράει;» σκέφτηκε να της πει ο Νίκος, αλλά το κράτησε για τον εαυτό του. Πέντε λεπτά αργότερα είπε μόνο «Πάμε να φύγουμε» στην Κορίνα. Εκείνη ούτε να απαντήσει μα ούτε και να αντιδράσει μπορούσε. Την πήρε σχεδόν σηκωτή και φύγανε.

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές.

Ο κυρ-Πέτρος, ο μπαμπάς του Δημήτρη, είχε αγοράσει το εξοχικό στην Ασπροβάλτα όταν ο δείκτης του χρηματιστηρίου έμοιαζε με καυλί υπό την επήρεια Viagra. Η γυναίκα του η Φωτεινή ανακάλυψε πως αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου ήταν καλύτερη και από Viagra και έτσι πέρασαν κανα δυο καλοκαίρια στο εξοχικό ξεσκιζόμενοι και θυμούμενοι τα νιάτα τους. Βέβαια μετά από λίγο καιρό το χρηματιστήριο έκανε βουτιά (άξια για χρυσό στους ολυμπιακούς), οπότε ο κυρ-Πέτρος μαζί με τα λεφτά του και τα μαλλιά του έχασε τη στύση του και παραλίγο και τη ζωή του μετά από εγκεφαλικό όταν η Τσιτσόπουλος Α.Ε. έκανε το εικοστό πέμπτο συνεχόμενο limit down της. Το εξοχικό ήταν από τα λίγα που κατάφερε να σώσει, αλλά λίγο ότι το πετρέλαιο ακρίβυνε και έσφιξαν οι κόλοι, λίγο τα φροντιστήρια του Δημητράκη, λίγο οι σπουδές της Μαρίας (που μέσα στη γενική παραζάλη και μαστούρα του χρηματιστηρίου την έστειλαν Αγγλία να σπουδάσει χρηματιστηριακά) και τέλος το γεγονός ότι του κυρ-Πέτρου δεν του ξανασηκώθηκε ποτέ μετά το εγκεφαλικό, το εξοχικό δεν χρειαζόταν πια.


Ο Δημητράκης όμως είχε μια γκομενίτσα την Ιωάννα, την οποία είχε βαρεθεί να πηδάει στην άδεια αίθουσα του γυμνασίου (το καλό με τα χωριά είναι ότι όσο ερημώνουν, τόσο έχεις διάφορα μέρη να εκμεταλλευτείς), στο στάβλο, στην αποθήκη και στις τουαλέτες των κλάμπ. Όποτε δε τύχαινε να γαμήσει σε κρεβάτι, αυτό ήταν σε σπίτι φίλου, αλλά και εκεί δεν το ευχαριστιόταν, γιατί ο χρόνος ήταν περιορισμένος. «αν είναι να κρατάω χρονόμετρο καλύτερα να κάνω κατοστάρι», έλεγε και ξαναέλεγε με μαράζι. Ήθελε ο άνθρωπος να γαμήσει με την ησυχία του και σε μαλακό κρεβατάκι. Πολλά ζητούσε;


Εκείνο το καλόκαιρι αποφάσισε να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Έπιασε τον πατέρα του και του είπε «ρε συ πατέρα, εσύ έτσι και αλλιώς σχεδόν φυτό είσαι, η μαμά έχει μαραζώσει από την αγαμία και η Μαρία σε βοηθάει στο μαγαζί, αλλά και άδεια να της έδινες από το χωριό δεν θα έφευγε γιατί πηδιέται συστηματικά με τον Χαλίλ τον Αλβανό που έχουν οι Μητρουσαίοι για τα χωράφια τους. Οπότε άσε να πάω εγώ, να κάνω κανα μπανάκι να τρελάνω και την Ιωάννα μου στα γαμήσια». Εντάξει δεν το είπε έτσι ακριβώς (αλλά σίγουρα αυτό σκεφτόταν). Του είπε ότι τέλος πάντων τώρα θα πάει και λύκειο οπότε είναι μεγάλος και του θύμισε και το δεκαεπτά γενικό που έβγαλε. «δεν γαμιέται», σκέφτηκε ο κυρ-Πέτρος, «από το να πέσει στην πρέζα, καλύτερα να πέσει σε καμιά Σουηδέζα» και έτσι τον άφησε να πάει. Η μάνα της Ιωάννας πείστηκε κάπως πιο δύσκολα, αλλά τελικά συμφώνησε με τον όρο να πάει και η κολλητή της Ιωάννας, η Μαρία. Χωριάτισσα και αθώα ως ήταν, νόμιζε πως τα παιδιά είναι ακόμα στη φάση «χεράκι-χεράκι» και σκέφτηκε πως αν ήταν και η Μαρία θα τους έκοβε την όρεξη για περισσότερα. Που να ήξερε η κακομοίρα δηλαδή, αλλά εδώ δεν ήξερε ότι ο άντρας της πηδούσε την Τάνια τη Ρωσίδα που δούλευε στο καφενείο, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Έτσι οι «τρεις αμίγκος» πήραν τα μπογαλάκια τους και πήγαν στο εξοχικό για δέκα μέρες.



«άλλος γαμιέται και άλλος βαριέται» φώναξε η Μαρία. Είχε όλο το δίκιο με το μέρος της. Είχε φτάσει η πέμπτη μέρα και από το σπίτι ξεμύτισαν κάτι λίγες φορές. Στο δίπλα δωμάτιο το ζευγάρι πηδιόταν ανελλιπώς αυτές τις μέρες. Τις λίγες φορές που πήγαν στην παραλία αυτοί σχεδόν το έκαναν στην άμμο όσο η Μαρία ήταν στο νερό και όταν η Μαρία ήταν άμμο, αυτοί σχεδόν το έκαναν μέσα στο νερό. (πουτανάκια καθώς έχουν καταντήσει τη σήμερον ημέρα τα δεκαπεντάχρονα) Η Μαρία είχε αποθέσει όλες της τις ελπίδες στα beach bar της περιοχής μπας και δει και αυτή χαρά στα σκέλια της. Αρχίδια μάντολα όμως, γιατί αυτό που δεν είχε αναφέρει ο Δημητράκης ήταν ότι ενώ κάποτε στην Ασπροβάλτα γινόταν της πουτάνας, τώρα με την νέα εθνική οδό που περνούσε από πάνω οι μόνοι τουρίστες ήταν οι Αλβανοί της περιοχής και τίποτα Γιουγκοσλάβοι που ήρθαν με τις οικογένειες τους. Αλλά και να υπήρχε και κανένα παλικάρι της προκοπής στο bar, θα φοβόταν να πλησιάσει μήπως και γλιστρήσει στο πάτωμα από τα σάλια του ζευγαριού που ήταν έτοιμο να ξεκωλιαστεί στη μπάρα. Η Μαρία κοπανούσε τις μύγες με τον ίδιο τρόπο που τις κοπάναγαν οι μαγαζάτορες της περιοχής (οι οποίοι κάποτε σου έλεγαν «τόσο χρεώνω και αμα θές. Αλλιώς πάρε τα αρχίδια μου». Τώρα έπαιρναν τα δικά μου και πολύ το χαιρόμουν).


«άλλος γαμιέται και άλλος βαριέται» φώναξε η Μαρία στον Δημήτρη. Η Ιωάννα ήταν ανάμεσα τους και βλαμένο καθώς ήταν δεν ήξερε τι να κάνει. «έλα και εσύ να γίνουμε πολλές» είπε γελώντας ο Δημήτρης. Η Μαρία την ψώνισε, ανέβηκε σχεδόν πάνω στην Ιωάννα και κοπάνησε τον Δημήτρη, ο οποίος πάντως συνέχισε να γελάει. «θα το’ θελες πολύ παλιομαλάκα ε;» του φώναξε. Εκείνος κόλλησε τα μούτρα του στα δικά της και της είπε ειρωνικά «ναι καύλα μου εσύ». Η Μαρία τσαντίστηκε και έκανε να απομακρυνθεί χωρίς να πει τίποτα. Ήθελε να κάτσει με σταυρωμένα χέρια και να κοιτά στο άπειρο (αφού η πουτάνα η τηλεόραση ούτε ΝΕΤ δεν έπιανε) αμίλητη και σκεπτόμενη τι σκατά θα έκανε τελικά. Όταν όμως πήγε να τραβήξει το χέρι της ένιωσε αντίσταση. Όπως είχε ανέβει πριν πάνω στην Ιωάννα, στηρίχτηκε με το δεξί της χέρι στο μπούτι της. Τώρα η Ιωάννα το είχε πιασμένο και δεν το άφηνε, για την ακρίβεια το πήγαινε ανάμεσα στα σκέλια της. Η Μαρία κοίταξε απορημένα πρώτα την Ιωάννα και μετά τον Δημήτρη μετά ξανά την Ιωάννα.



Τρεις ώρες και αρκετό ψωλόχυμα αργότερα οι τρεις τους ήταν γυμνοί, κουρασμένοι και ξεθεωμένοι στο κρεβάτι. Ο Δημήτρης στην μέση, η Μαρία στα αριστερά του και η Ιωάννα από δεξιά. Κανείς τους δεν μιλούσε και το μόνο που έσπασε τη σιωπή ήταν ο αναπτήρας της Μαρίας και ο Δημήτρης που έξυσε τα αρχίδια του. Ξάπλωναν έτσι μέσα στη ζέστη και κοιτούσαν το ταβάνι (πράμα περίεργο αφού πια είχε βραδιάσει και μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπαν χριστό)ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του.


Η Μαρία ένιωθε κάπως άβολα για το όλο σκηνικό και την ξενέρωσε κάπως η γεύση που είχε το σπέρμα του Δημήτρη. Παρόλα αυτά όμως ήταν πολύ χαρούμενη. Γιατί όπως και να το κάνουμε μετά από αυτό δεν ήταν πια μια απλή χωριατοπούλα. Τώρα ήταν “in” και είχε λάβει τη θέση της ανάμεσα στις προχωρημένες γκόμενες του πλανήτη. Αναρωτιόταν αν θα το έλεγε ή όχι στην αδερφή της που ήταν μεγαλύτερη. Αποφάσισε γρήγορα πως ναι, αφού έτσι και αλλιώς και εκείνη κάτι παρτουζίτσες τις είχε κάνει. Την άκουσε να λέει στην κολλητή της πως έκανε παρτούζα με ένα ζευγάρι Δανών που γνώρισε στο trance festival της Σαμοθράκης αφού πρώτα αναφέρθηκε στην τσούλα την Κατερίνα που την πήδηξαν δυο μαύροι. Η Μαρία θυμήθηκε πόσο χαρούμενη ήταν η αδερφή της όταν μιλούσε για την παρτούζα αυτή. Και ήταν βέβαιη πως είχε κάνει και άλλες γιατί την ήξερε την αδερφή της ότι κάνει παρέα μόνο με ψαγμένα άτομα. Η μυρωδιά ιδρωμένης μουνίλας την καύλωσε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να αυνανιστεί. Έτσι κοιμήθηκε χαμογελώντας έχοντας ένα αίσθημα περηφάνιας και καταξίωσης μαζί.


Ο Δημήτρης πάλι ήταν τσατισμένος. Ένιωθε μεγάλος μαλάκας γιατί όταν φεύγοντας οι τρεις τους από το σαλόνι για την κρεβατοκάμαρα ξέχασε να πάρει το κινητό του. Το οποία φυσικά δεν ήταν ότι και ότι αλλά το νέο μοντέλο της sharp με την 5 megapixel φωτογραφική. Αυτό που τον έκαιγε ήταν ότι δεν είχε αποδείξεις για το συμβάν. Τι σκατά θα έλεγε στους φίλους του δηλαδή; Ποιος θα τον πίστευε; «τι μαλάκας που είμαι γαμώτο» σκέφτηκε. Γιατί αν είχε τώρα φωτογραφίες από την παρτούζα θα τις έτριβε στην μούρη του μαλάκα του Διονύση που είχε σπάσει τα αρχίδια ολονών με τις φωτογραφίες της Δέσποινας να του παίρνει πίπα. «εντάξει είναι η μουνάρα του σχολείου, αλλά ο μαλάκας κάνει λες και είναι ο μόνος που του έχουν πάρει πίπα. Τι βλάκας που είμαι γαμώτο. Πρέπει οπωσδήποτε να ξαναγίνει αυτό για να βγάλω φωτογραφίες. Θα σκάσει μετά ο καριώλης». Αυτά σκεφτόταν ο Δημήτρης και το γεγονός, ότι πριν μισή ώρα είχε ένα μουνί στον πούτσο του και ένα άλλο στο στόμα του με δυο γκόμενες να χαϊδεύουν τα βυζιά τους από πάνω του, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Κοιμήθηκε μέσα στα νεύρα και η τελευταία του σκέψη ήταν να μην ξαναξεχάσει το κινητό.


Η Ιωάννα πάλι ήταν πολύ χαρούμενη. Περισσότερο και από την Μαρία. Την είχε πειράξει βέβαια λίγο η μανία με την οποία σε κάποια φάση ο Δημήτρης πηδούσε την Μαρία, αλλά το γεγονός ότι έδειξε στο μωρό της ότι δεν είναι ξενέρωτη τα μετρίαζε όλα. Η σκέψη ότι είχε ανέβει στα μάτια του την έκανε να είναι ευτυχισμένη. «τώρα θα με κρατήσει για πάντα», σκέφτηκε. Θέλοντας να δείξει στο μωρό της πόσο πιο άνετη μπορεί να γίνει, έτριψε τον κώλο της στο καυλί του, προσπαθώντας έτσι να του πει πως πλέον και το κωλοτρυπίδι της ήταν ανοιχτό για εκείνον. Δεν πήρε όμως απόκριση και έτσι την έπεσε και αυτή για ύπνο.


(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Η Μαρία εκείνο το βράδυ έμεινε έγκυος. Όταν το κατάλαβε έκανε έκτρωση, μίσησε τους άντρες, έκοψε τα μαλλιά της κοντά και έγινε λεσβία. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να γίνει ποδοσφαιρήστρια και στο τέλος κατέληξε στην φυλακή όταν σε ένα γκέι μπαρ σκότωσε την γκόμενα της πρώην γκόμενας της. Η αδερφή της είναι πρώτο όνομα στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης όπου και συμμετέχει τακτικά σε παρτούζες όλων των ειδών. 3 χρόνια 7 μήνες και 1 μέρα μετά από το βράδυ της πρώτης παρτούζας η Ιωάννα βρισκόταν να την πηδάνε ο Δημήτρης και άλλοι πέντε φίλοι του σε μια από τις πολλές φορές που ο Δημήτρης την μοιραζόταν. Δυο είχαν την ιδέα να την κατουρήσουν και ο Δημήτρης με τους άλλους τρεις τελείωσαν στα μούτρα της. Δυο μέρες μετά η Ιωάννα ως άλλη σουλιώτισσα φώναξε «έχετε γεια hondos center» και πήδηξε από ταράτσα εξαόροφης πολυκατοικίας. Παρά το γεγονός ότι στην νεκροψία βρήκαν περισσότερη κόκα, χασίς και αλκοόλ παρά αίμα στις φλέβες της, τη στιγμή που απογειωνόταν από το περβάζι έκανε την πιο καθαρή σκέψη της τα τελευταία 4 χρόνια. Ο Δημήτρης σήμερα είναι διευθυντής τμήματος σε πολυεθνική. Οδηγάει mercedes, συχνάζει στα clubs της παραλιακής και οργανώνει όργια για κοσμικούς. Στο τελευταίο μάλιστα συμμετείχε και η αδερφή του που παράτησε τις σπουδές στην Αγγλία γιατί είχε πέσει στην πρέζα (για καλή της τύχη όμως το βράδυ του τελευταίου οργίου ο Δημήτρης την πάσαρε σε ένα φίλο του διευθυντή μεγάλου καναλιού και έτσι έφτιαξε την τύχη της). ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ


Πρώτη ξύπνησε η Μαρία. Έφτιαξε ένα καφέ και έκατσε να τον πιει στην κουζίνα. Δέκα λεπτά μετά εμφανίστηκε ο Δημήτρης. Γυμνοί όπως ήταν και χωρίς να πουν ούτε καλημέρα, πηδήχτηκαν, με την Μαρία μπρούμυτα στο τραπέζι. Όταν μετά από μια ώρα ξύπνησε και η Ιωάννα αποφάσισαν να πάνε για μπάνιο.

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2006

Πέρι ειλικρίνειας

«γιατί είναι πιο οικονομικό από την ψυχανάλυση και για τα μουνιά που θα βγάλω». Αυτή θα ήταν η απάντηση. Κάπως έτσι θα απαντούσα στην ερώτηση «πως και διαλέξατε να ασχοληθείτε με την τέχνη» από κάποια πήρα-εκατονεφτά-πίπες-για-να-είμαι-στην-τηλεόραση δημοσιογράφο της πούτσας που νιώθει καταξιωμένη κάνωντας παρτούζες με διοικητικά στελέχη του σταθμού και με υψηλά νούμερα τηλεθέασης (για μένα το να θεωρείς αφροδισιακό το γεγονός ότι σε βλέπουν από πολλοί έως πάρα πολλοί αποχαυνομένοι μικροαστοί μαλάκες ξεπερνάει τα όρια της διαστροφής), όταν θα είμαι γνωστός συγγραφέας, τραγουδιστής, ηθοποιός ή όποια άλλη τέτοια μαλακία μου εξασφαλίσει λεφτά και μουνάκια. Διότι η τέχνη γι’ αυτό είναι: να δείξουμε τα μούτρα μας στους πρώην συμμαθητές μας – πάρτα τώρα μαλάκα που μου έφαγες την Αννούλα – και να πηδάμε γκομενίτσες που δεν μπορέσαμε να γαμήσουμε στο γυμνάσιο – ξαναπάρτα καριώλη γιατί τώρα πηδάω όλες τις Αννούλες του κόσμου.

Βέβαια εκείνη τη στιγμή θα αποχαιρετούσα την όποια καριέρα μου όπως ακριβώς αποχαιρετώ και τις κουράδες μου όταν τραβώ το καζανάκι (μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή τώρα που το θυμάμαι). Τι να κάνω. Είναι αυτή η γαμημένη ειλικρίνεια που με διακρίνει. Αυτό το γαμημένο βρομόστομα μου που δεν μπορώ να κρατήσω κλειστό. I have a bad mouth, but I do great things with it”, που λένε και οι Αμερικάνοι. Στην πλήρη εφαρμογή του μάλιστα, όπως ανακάλυψα όταν στην τρυφερή μου ηλικία των δεκαεφτά η μικρή (γιατί ήταν δεκατέσσερα) Ελενίτσα κόντεψε να μου σπάσει τα τύμπανα με τις μπουτάρες της όταν την πλάκωνα στα γλυφομούνια, χωρίς καλά καλά να ξέρω τι ακριβώς κάνω(natural talent γαρ).

Η Ελενίτσα – και μερικές ακόμα καριόλες – ανακάλυψε το ‘great things’ , ενώ ας πούμε το πρώην και μεγάλος μαλάκας αφεντικό μου ανακάλυψε το ‘bad mouth’, όταν του είπα «άντε γαμήσου ρε, εγώ την κάνω». Γιατί αν είναι να κάνω συνειδητά τον μαλάκα τουλάχιστον ας πληρώνομε καλύτερα γι’ αυτό. Αν είναι να γλύφω τον ιδρώτα απ΄ τα αρχίδια κάποιου τουλάχιστον ας μου δίνει τα δεδουλευμένα μου. Στις πουτάνες δίνεις είκοσι ευρώ για μια πίπα πέντε λεπτών, εγώ γιατί να παίρνω τα ίδια για δέκα ώρες τσιμπουκιού; Βέβαια το γεγονός ότι έχω χρόνο να γράφω τέτοιες παπαριές και να ξύνω τα τριχωτά μου παπάρια όλη μέρα, δείχνει ότι όλα τα (πρώην) αφεντικά μου δεν συμμερίστηκαν τον συλλογισμό μου, πόσο μάλλον να τον εκτίμησαν. Και δεν νομίζω να αγχώθηκαν και ιδιαίτερα με όσα πρόλαβα να πω πριν αρχίσουν οι ψιλές και οι φάπες, γιατί είμαι σίγουρος ότι το πρώην αφεντικό – κοίτα τη γαμάτο γραφείο που αγόρασα με 40.000 ευρώ για να το βλέπω εγώ και η διαγνωσμένη με γεροντική ανία γυναίκα μου και άντε όταν έρχονται και τίποτα συνεργάτες που όμως φεύγοντας λένε «λογικό να φοράει κάθε μέρα τα ίδια ρούχα, αφού ξοδεύει τα λεφτά του σε τέτοιες μαλακίες» - θα έχει βρει κάποιον άλλον καραγκιόζη να κάνει τον μαλάκα και ο οποίος δεν ζητάει περισσότερα λεφτά γιατί όχι μόνο το έχει έμφυτο να είναι μαλάκας και να γλύφει χεσμένες ποδιές, αλλά απλά είναι και ηλίθιος και δεν το καταλαβαίνει (για την ακρίβεια ο μαλάκας χαίρεται και από πάνω ξοδεύοντας τα λιγοστά φράγκα πού βγάζει για χατίρι κάποιας ξανθιάς ψώλας που δεν θα του κάτσει ποτέ).

Την έχω τιμήσει την πουτάνα την ειλικρίνεια, αν και με έχει φέρει αρκετές φορές σε δύσκολη θέση(«την είδα, μου άρεσε, της την έπεσα, την γάμησα, τι φταίω αν είναι γκόμενα σου ρε φίλε;» π.χ.). Ο Stephen King το έθεσε πιο κομψά όταν έγραφε ότι «στον μεσαίωνα πολλοί γελωτοποιοί βρέθηκαν κρεμασμένοι ανάποδα από τα αρχίδια, επειδή δεν κατάφεραν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό και είπαν κάποια εξυπνάδα στον βασιλιά μετά από κάποια χαμένη μάχη ή όταν ανακάλυψε τη βασίλισσα του να κάνει εξινταεννιά με τον ιπποκόμο» (όχι ακριβώς έτσι τέλος πάντων, έχει περάσει και καιρός που το διάβασα και για την ακρίβεια ούτε πιο βιβλίο ήταν θυμάμαι, αλλά ελπίζω στον έχοντα μέση νοημοσύνη αναγνώστη το νόημα να γίνεται αντιληπτό – σε κάθε άλλη περίπτωση σάλτα γαμήσου, κλείσε το pc και άνοιξε την tv αν δεν είναι ήδη ανοιχτή). Σε χειρότερη θέση πάντα βρισκόμουν όμως όταν δεν το άνοιγα το γαμημένο. Όπως τώρα το καλοκαίρι με την Λ. (η γκόμενα είναι ιντερνετιακή και μπορεί να το διαβάσει και επειδή πρώτον είμαι μεγάλος γκαντέμης και δεύτερον και κυριότερο χρόνο μπορεί να έχω αρκετό, αλλά χρόνο για να μου σπάνε τα αρχίδια διάφορες πρώην καριόλες ποτέ δεν είχα (αλλά και αν είχα σιγά μην τον διέθετα για αυτού του είδους το ανούσιο κάψιμο κυττάρων. Προτιμώ το χασίς για να είμαι ειλικρινής) , οπότε δεν γράφω όλο το όνομα).

Την Λ. λοιπόν που την ήξερα για κανα δυο μέρες – που λόγω παρατεταμένης αγαμησιάς είχε καταντήσει σα σαλιγκάρι το οποίο από όπου πέρναγε άφηνε υγρά – της είχα ξηγηθεί. Θα έρθεις από την κωλοπόλη σου στην κωλοπόλη μου, θα σε φιλοξενήσω μερικές μέρες, θα γαμηθούμε σα τα σκυλιά αυτές τις μέρες και μετά τραβάς στην κωλόπόλη σου και εγώ στη σιγουριά της μαλακίας. Συμφώνησε. Λογικό μου φάνηκε άλλωστε με βάση τα περί σαλιγκαριού παραπάνω. Ειλικρινής, αλλά όχι απόλυτα. Κάτι με εμπόδισε να πω και την συνέχεια του πως ήταν τα πράματα. Ίσως ήταν το συσσωρεμένο σπέρμα στους όρχεις μου που είχε γίνει ασβέστης από το να κάθεται όλη μέρα εκεί μέσα και στο τέλος έφτασε να γίνει στόκος που έφτασε στον εγκέφαλο και τα μπλόκαρε όλα, ίσως πάλι μπήκα πολύ γρήγορα στη διαδικασία να σκεφτώ ποιες ακριβώς στάσεις του κάμα σούτρα θα δοκιμάσω αυτή τη φορά και ίσως πάλι ώρες ώρες απλά γίνομε μεγάλη αδερφάρα και κολώνω να πω αυτά που πρέπει. Όπως και να έχει ο τρόμπας ουδέποτε εξήγησα ότι «Λ. μη νομίζεις ότι σε γούσταρα και τόσο τρελά ώστε να σε σπιτόσω κιόλας, ένα μέτριο γκομενάκι είσαι, απλά έχω τέτοιες καύλες που πολύ φοβάμαι ότι θα αρχίσω να προσπαθώ σαν τα σκυλιά να γαμήσω ότι βρεθεί μπροστά μου. Επιπλέον για να σε γαμήσω δεν θα χρειαστώ να μπω σε τυπικές διαδικασίες πεσίματος, ψησίματος και ότι άλλη μαλακία κάνουμε τα αρσενικά όλου του ζωικού βασιλείου μπας και αποφύγουμε τη μαλακία σήμερα το βράδυ». Από τα συμφραζόμενα θα έπρεπε να καταλάβει ότι υπο άλλες συνθήκες δεν θα έμπαινα καν στον κόπο και ότι αν είναι να γαμήσω μια γκόμενα για την οποία ουδέποτε θα της έκανα την τιμή να τον παίξω για χάρη της, τουλάχιστον ας περάσω καλά γιατί αλλιώς δεν θα έχει νόημα να υποβάλω τον εαυτό μου σε μια τέτοια διαδικασία. Κοινώς; «κοίτα τουλάχιστον να γαμιέσαι καλά».

Υπάρχει ο μύθος που λέει ότι οι χοντρές κάνουν τα καλύτερα κρεβάτια, γιατί δεν τις πολυπηδάνε έτσι και αλλιώς οπότε τα δίνουν όλα. Προσωπικά δεν το έχω δοκιμάσει, κυρίως γιατί αν ήθελα να με πατήσει νταλίκα θα έβγαινα στην εθνική Θεσσαλονίκης – Δράμας. Για τις χοντρές λοιπόν δεν ξέρω, αλλά για μέτριες αγάμητες τριτοδεσμίτισσες γκόμενες μπορώ με σιγουριά να πω ότι ο παραπάνω μύθος δεν ισχύει και ας λένε ότι παντού υπάρχει ένας μύθος, γιατί εγώ έτσι και αλλιώς πάντα ανάμεσα σε amstel και Heineken ήμουν (2-2 το ματς και πάει για παράταση). Στην ουσία ουδέποτε πήδηξα την Λ. , αλλά την εικόνα της σωστής γκόμενας όπως την είχε πλάσει στα νιάτα του ο πρώην γκόμενος της την ώρα που τραβούσε μαλακία βλέποντας σκανδιναβικές τσόντες. Ο οποίος πρώην της ήταν – όπως μου τον περίγραψε, αλλά και όπως κατάλαβα και μόνος – από τους κλασσικούς γλοιώδεις, υποχόνδριους, τσάτσους των καθηγητών μαλάκες που λάτρευες να μισείς στο γυμνάσιο και να τους πετάς κακάδια από την μύτη όταν κοιτούσαν αλλού. Οι κλασσικοί μαλάκες μέτριας νοημοσύνης που όσο και αν σκότωναν την μηδαμινή προσωπική τους ζωή για χάρη του διαβάσματος δεν έβγαζαν ποτέ πάνω από δεκαοχτώ. Ζήλευαν και κοιτούσαν με μίσος τα φυτά που είχαν πάντα εικοσάρια και ήταν πάνω από αυτόν ή όσους ήταν κοντά σε αυτόν αλλά ήταν πολύ πιο έξυπνοι και με λιγότερο διάβασμα τα κατάφερναν εξίσου καλά με αυτόν και έτσι είχαν μια προσωπική ζωή και ένα κάποιο “status” που αυτός ο μαλάκας ονειρευόταν χρόνια αλλά ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει. Κυρίως λόγω της αλαζονείας και της απέχθειας που είχε όταν κοιτούσε όλους τους άλλους που θεωρούσε – τρομάρα του – κατώτερους. Εξαίρεση αποτελούσε η Μαρία που την είχε ερωτευτεί αλλά δεν είχε ποτέ τα αρχίδια να της το πει – και ας έλεγε στον εαυτό του χίλιες δυο μαλακίες για δικαιολογίες – και για την οποία πάντα απορούσε πως μπορούσε να νιώθει θαυμασμό για εκείνο τον ψηλό μαλλιά με το ηλίθιο χίουμορ, ενώ αυτός μόνο της άξιζε. Το είδος των ατόμων που μεγάλο καημό το είχαν να είναι απουσιολόγοι για να μπορούν να πηγαίνουν όλο χάρη και κομπασμό στους καθηγητές λέγοντας «λείπει και ο Λουκάς σήμερα κυρία», γιατί ο Λουκάς όλο και κάπως τα κατάφερνε και έπειθε το φυτό να του γλυτώσει μερικές απουσίες («ρε συ Δήμητρα, δεν είπα όλες τις ώρες, αλλά μερικές μωρε, έλα έξυπνο κορίτσι είσαι θα τα βολέψεις, ε και αν καταλάβει πες το ξέχασες, σιγά μη σου πει τίποτα εσένα, έλα ρε κούκλα μου, θα μείνω από απουσίες και μετά ποιος ακούει τους δικούς μου, θα πέσω στην πρέζα κλπ κλπ κλπ»). Είναι ο ίδιος τύπος παράσιτου για άνθρωπο που τώρα συστήνεται ως “executive manager” και άλλες τέτοιες γλαφυρές παπαριές, αλλά που όσα διδακτορικά, PhD, δοκτορά και άλλους τέτοιους τίτλους ιδιοκτησίας και αν έχει παραμένει το ίδιο μάλακας (και πιθανότατα το “executive manager” σημαίνει δεξί χέρι του διευθυντή κοινώς ο δουλοπρεπής μαλάκας για όλες τις δουλειές που δείχνουμε στους μετόχους μπας και τους τσιμπουκώσει και αυτούς και σκάσουν). Ο μαλάκας που στο στρατό τους πρώτους έξι μήνες είχε το ύφος φοβισμένης νυφίτσας και έπαιρνε κάθε μέρα τη μαμά τηλέφωνο για να κλαφτεί και να της πει να μιλήσει με το βύσμα και που μετά την έβλεπε παλιός και έλεγε μαλακίες στους νέους (χωρίς πάντα να ξεχνά και πάλι να πάρει τη μαμά και να πει πόσο άσχημα περνάει).

Τέλος πάντων το να γαμήσω ένα τέτοιο μαλάκα δεν είναι και η καλύτερη μου, αλλά μετά από τρεις τεκίλες ίσως να το έκανα και πολύ πιθανών να το ευχαριστιόμουν κιόλας, αλλά να πηδάω τις φαντασιώσεις του, ε sorry αλλά αυτό παραείναι μεγάλο ως χτύπημα για τον ανδρισμό μου. Με τρόμο ανακάλυψα, πως ακριβώς θα περίμενα από την γκόμενα μου να στήνεται για πισωκολλητό, αν είχα μείνει αγάμητος ως τα εισοσιτρία έχοντας πια την πεποίθηση ότι τα βυζιά είναι επίπεδα και η πρώτη μου εμπειρία ήταν με την Σούλα μια κοντόχοντρη διοπτροφόρα φοιτήτρια της φιλοσοφικής ένα βράδυ που κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα σε κάποιο πάρτυ να μοιράζει σφηνάκια κίτρινης τεκίλας μαζί με βότκα και Jack Daniels και εγώ ο μαλάκας τα έπινα για να μην με περάσει για φλώρο οι ψωλορουφήχτρα ερασμιακή γκόμενα από την Δανία ονόματι Helga που έμοιαζε τρομέρα με την γκόμενα που πρωταγωνιστούσε στο "στη Νορβηγία έχουμε και ψωλομό" και του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Το πώς κατέληξα με τη Σούλα μυστήριο θα μου μένει και μάλλον θα είναι και το θέμα του επόμενου βιβλίου του Dan Brawn. Ο τρόμος φυλάει τα έρμα που λένε και στο κωλοχώρι μου (Μοναστηράκι Δράμας) και έτσι μετά τη δεύτερη φορά που τη γάμησα σκέφτηκα πως ή θα έπρεπε να αυτοευνουχιστώ ή να της πω «το μπούλο». Γιατί τέτοιο εφιάλτη είχα να δω από όταν ήμουν οχτώ και ήταν η πρώτη μου χρονιά στην Ελλάδα. Την άνοιξη εκείνη ανακάλυψα τα δαμάσκηνα και την ευκοίλια μερικές ώρες αργότερα.

Προτίμησα την δεύτερη εκδοχή μετά από 3,4 sec γιατί είχα και το δίλλημα αν θα πιω την μπύρα απευθείας ή αν θα την αφήσω και λίγο στο ψυγείο. Λογικό ήταν άλλωστε. Η Λ. μπήκε στο τοπ-5 αποτυχημένων γαμησιών στην πρώτη θέση με τεράστια διαφορά από την δεύτερη. Η γκόμενα έπαιρνε Oscar πιο μαλακισμένης και γελοίας έκφρασης εν ώρα γαμησιού, ολυμπιακό ρεκόρ για βάθος μουνιού, νόμπελ για χρήση ακατάσχετης και άκυρης σε βαθμό κακουργήματος μουρμούρμας και μαλακολογίας εν ώρα γαμησίου και βραβείο για την πιο αντιερωτική εκφώνηση της φράσεως «θέλω τον πούτσο σου μέσα μου». Η απόχρωση της φωνής της, το όλο στήσιμο και το στυλ της μου θύμισε τον Κωστάκη που ήμασταν κολλητοί στο λύκειο τη μέρα που μιμούμενος την αδερφή του που είχε σύνδρομο down μας περιέγραφε πως αυτή (η αδερφή του μωρε μαλάκα) είπε ακριβώς το ίδιο πράμα στον κωφάλαλο παππού τους. Μια σκηνή απείρου κάλλους που ρίξαμε το γέλιο της αρκούδας, αλλά εκείνη την ώρα στα μούτρα της Λ. είδα τα μούτρα του Κωστάκη. Όσο κολλητοί και αν ήμασταν τόσο κοντά δεν ήρθαμε ποτέ (οι λόγοι ήταν προφανείς, αλλά ίσως έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι οι γονείς του Κωστάκη ποτέ δεν με γούσταραν)

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Με τον Κωστάκη ήμασταν χρόνια φίλοι και αρκετά δεμένοι σε σημείο να τον παίζουμε παρέα διαβάζοντας πορνοπεριοδικά – ο καθένας στην γωνιά του φυσικά. Από την ημέρα της γνωριμίας μας, η βλακεία μας έπιασε από τον σβέρκο και μας σάπισε στο ξύλο. Η μάνα μου είχε βρεθεί και στο εξωτερικό αλλά ήταν και προχωρημένη γυναίκα – thank you mama – και το έβλεπε φυσιολογικό ότι, ως παιδάκια και εμείς, νομίζαμε πως το μέγεθος του ανδρισμού μας θα φανεί από το μέγεθος της μαλακίας που θα κάνουμε (αργότερα ανακαλύψαμε πως πιο πρακτικός τρόπος είναι να βάλεις την ψωλή σου στο τραπέζι και να την μετρήσεις. Όσους βλέπεται σήμερα με BMW να ξέρετε ότι ερχόντουσαν τελευταίοι σε αυτή τη διαδικασία). Τίποτα το ανησυχητικό δηλαδή, απλά παιδάκια που μαλακίζονται (αργότερα και κυριολεκτικά). Οι γονείς του Κωστάκη όμως, ως γνήσιοι τιμητές της ελληνικής παράδοσης, είχαν την ιδέα ότι το παιδί τους ήταν αγγελάκι που είχε την ατυχία να βρεθώ εγώ στο δρόμο του και το παρέσυρα. Ως εκ τούτου θεώρησαν χρέος τους να το σώσουν από το δαίμονα με τα μακριά μαλλιά και τις μπλούζες metallica. Η μαλακία τους έφτασε στο σημείο να περιμένουν από ένα παιδί που με το ζόρι πέρασε τις δυο πρώτες τάξεις του γυμνασίου και έκτοτε έμενε στάσιμος κάθε χρονιά σε τουλάχιστον δυο μαθήματα να γίνει γιατρός. Όταν ο Κωστάκης όπως ήταν φυσικό πάτωσε δυο διαδοχικές χρονιές στις πανελλαδικές –και τι κρίμα που δεν υπήρχα εγω ως δικαιολογία και κακή επιρροή για να ρίξουν κάπου αλλού το φταίξιμο. Φαντάζομε βέβαια πως με αντικατέστησαν πολύ γρήγορα με κάποιον άλλο δαίμονα τεσπα – τον έστειλαν στη Βουλγαρία να γίνει γιατρός. Αυτό εν έτη 2000. Εν έτη 2006 ο Κωστάκης ακόμα δεν έχει γυρίσει από Βουλγαρία. Όταν τον είδα πριν δυο χρόνια είχε πιο μακριά μαλλιά από όταν είχα εγώ στα δεκαεπτά (70 cm μαλλί για να καταλάβετε). Όσες δε συζητήσεις (βασικά μονόλογοι του Κωστάκη ήταν) κάναμε μέσο irc είχανε ως μόνο θέμα στην αρχή πως ο Κωστάκης θα μπορέσει να σπείρει και να μεγαλώσει τους σπόρους κάνναβης που είχε και στη συνέχεια πως θα μπορέσει να φέρει στην Ελλάδα δυο τσουβάλια μαύρο χωρίς να έχει μπλεξίματα. Τώρα ο Κωστάκης στρίβει και πίνει τουλάχιστον δέκα τσιγάρα μαύρο την ημέρα και αν ποτέ γίνει γιατρός της προκοπής εγώ θα κάτσω να μου κάνετε throat gagging. Το clue της υπόθεσης; Οι γονείς του Κωστάκη του είχαν πει να κόψει παρέα μαζί μου γιατί ήμουν λέει χασικλίς. ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ)

Μετά από δυο βράδια, ένα αποτυχημένο γαμήσι και ένα που πήγαινε κάπως καλά ως τι στιγμή - που για κάποιο ηλίθιο και μαλακισμένο λόγω που δεν θυμάμαι τώρα - άνοιξα τα φώτα (να! μαλάκα), έφτασα στο σημείο να κάθομαι στο μπαλκόνι πίνοντας μπύρες σκεπτόμενος ότι τελικά προτιμώ να καώ στα βάθη της κόλασεως παρά να συνεχίσω να κάνω τέτοια ψυχικά, άλλωστε μπορώ πάντα να δίνω στους προσκόπους όταν κάνουν εράνους. Την πάλι-μαλακία-έκανα κάτασταση αυτολύπησης ήρθε να μου χαλάσει η Λ. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν άκρως σουρεαλιστική (Salvador Dali και μαλακίες ναουμ) με εμένα το αγοράκι να της λέω αερολογίες του στυλ «δεν μπορώ άλλο αυτές της άνευ νοήματος και συναισθήματος σεξουαλικές συνευρέσεις» (for fucks sake δηλαδή) και αυτή το κοριτσάκι της υπόθεσης να μου λέει άλλες παπαριές ότι και ο αδερφός της τα ίδια λέει και πως στο κάτω κάτω γαμήσι είναι απλά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων που γκόμενα με την οποία αντάλλαξα σωματικά υγρά μου έλεγε τέτοιο πράμα θα την είχα για θεά (όπως στην περίπτωση της Πηνελόπης με την οποία το ξέσκισμα γενικώς ήταν μια μαγική εμπειρία). Στην περίπτωση της εν λόγω γκόμενας όμως ένιωθα μαλάκας που δεν είχα ανοίξει το βρωμόστομα μου πιο νωρίς ή που δεν το έκανα τώρα έστω αυτή την ύστατη στιγμή και να της πω πως προτιμώ να πάω για κυνήγι πεταλούδας με φυσοκάλαμο, παρά να αφήσω το σπέρμα μου στο στόμα της όπως τόσο ευγενικά μου ζήτησε πριν ένα βράδυ. Η επόμενη ώρα ήταν το άωτο άκρο του παραλογισμού. Εγώ να της λέω μαλακίες του στυλ πως θέλω κάτι αληθινό στη ζωή μου πιά – πούτσες μπλε δηλαδή γιατί και της Pamela (μια είναι η Pamela ρε) τα βυζιά ψεύτικα είναι, άλλα έτσι και πετύχω κανένα παλιό επεισόδιο Baywatch δυο έως τρία παιδιά τα σκοτώνω για πάρτη της – και αυτή να λέει ακατάληπτα πράματα και να μιλάει για σχέσεις (χωρίς να έχει και καμία σοβαρή εμπειρία). Όταν δε μάλιστα μου μίλησε για τον πρώην της και είπε την θεϊκή ατάκα πως «την σαγήνευσε» ο εν λόγω μάπας σκέφτηκα πως τελικά υπάρχει θεός. Δεν εξηγείτε αλλιώς η ξαφνική επιφώτιση μου μετά από τρεις μέρες στην τρίτη δέσμη οπότε και είπα «δεν γαμιέσται ρε μαλάκες νεκρόφιλοι λέω εγώ; Πάω στην τέταρτη του λαού. Viva la revolution». Μόνο κάτι σαν την θεία πρόνοια θα μπορούσε να με είχε προφυλάξει από μια χρονιά στην τρίτη δέσμη. Μπροστά μου είχα το αποτέλεσμα τόσον χαμένων χρόνων πάνω από βιβλία με μόνο σκοπό τον πνευματικό αυνανισμό. Μόλις είχα επιβεβαιώσει αυτό που χρόνια έλεγα, ότι αυτές οι στριμώκωλες και κρυόκωλες πλακομουνούδες καριόλες της νομικής και της φιλολογίας ξυπνούσαν ένα πρωί και συνειδητοποιούσαν ότι μπαίνουν στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους και πως το πλησιέστερο που βρέθηκε ποτέ στην κλειτορίδα τους πράμα ήταν οι «νυχτερίδες και αράχνες μωρό μου» που βρήκαν φωλιά εκεί. Εκείνο το πρωί ανακράζουν σε άπταιστην αγγλικήν “I need some dick!!!!” (σε βαριές περιπτώσεις σε άπταιστην αρχαιοελληνικήν ή σε περίπτωση διαστροφής και ανωμαλίας σε άπταιστην λατινικήν). Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι δεν βρίσκεται κάποιος καριώλης ή καριώλα να της φωνάξει σε επίσης άπταιστην αγγλικήν “sorry girl, youre fucking late”. Κάνε κοπέλα μου ότι και οι άλλες της κάστας σου. Η’ μείνε γεροντοκόρη ή παντρέψου κάποιο εξηντάρη καθηγητή πανεπιστημίου κάνοντας συζητήσεις του τύπου: ‘τι εννοούσε άραγε ο Αναξίμανδρος όταν είπε του Λεωνίδα το βράδυ πριν την μάχη των Θερμοπύλων «θα μας γαμήσουν που θα μας γαμήσουν αύριο, δεν κάθεσαι να σου ρίξω έναν τώρα;»’ και αφήστε μας στην ησυχία μας. Γιατί γενικώς οι τριτοδεσμίτισσες (σ.σ. δεν αναφέρομαι ποτέ σε τριτοδεσμίτες γιατί και αυτοί κατά μια έννοια τριτοδεσμίτισσες είναι) έχουν την μαλακία στον εγκέφαλο να πιστεύουν ότι λέγοντας όμορφες λέξεις, λένε και όμορφα πράματα, πράμα που φυσικά δεν ισχύει γιατί όσα «ενταύθα κείται» και άλλα τέτοια όμορφα γράψετε στον τάφο της μάνας μου, δεν παύει να υπάρχει ένα πτώμα που σαπίζει εκεί κάτω.

Την ίδια μαλακία είχε και η Λ. η οποία πέρασε ένα βράδυ λέγοντας μου ένα κάρο σκατά με ωραίο περιτύλιγμα (συγγνώμη δε θα πάρω. Προτιμώ τον γύρο). Σε κάποιο φάση νόμιζα πως είχα δίπλα την καθηγήτρια των αρχαίων που είχα στο γυμνάσιο και που μου έσπαγε την πούτσα για δεν ήξερα (για την ακρίβεια δεν ήθελα να μάθω) που σκατά μπαίνει η δασεία. Κοντά στα εβδομήντα, κακογαμημένη και είχες την αίσθηση ότι θα χύσει όταν μιλούσε για τον Λυσία. Παρά την ηλικία της όμως η κουφάλα είχε πολύ καλή ακοή πράμα που μου στοίχισε τρεις μέρες αποβολή όταν στην ερώτηση «ακόμα να μάθεις που μπαίνει η δασεία;» απάντησα ψιθυρίζοντας «Ναι! στην πατάρα σου μωρή». Όχι αρκετά σιγά όπως αποδείχτηκε. Ήμουν έτοιμος να φωνάξω «ακόμα πιστεύω πως στην πατάρα σου μια χαρά χωράει» όταν σκέφτηκα ότι έχω καιρό να μιλήσω στο yahoo με την Eris η οποία μένει στην Καλιφόρνια. Μετά αμέσως σκέφτηκα ότι τέτοια ώρα εκεί βραδιάζει και πως κάποιος τώρα πηδάει μια που γουστάρει ή ακόμα και αν δεν την γουστάρει τουλάχιστον πληρώνεται γι’ αυτό. Η σκέψη αυτή με μελαγχόλησε ακόμα περισσότερο και έτσι αρκέστηκα να της πω «πάω για ύπνο Λ.» και την έκανα για τούφες γιατί λίγο ακόμα και θα με έπιαναν τα κλάματα από απελπισία.

Το δράμα όμως δεν σταμάτησε εκεί. Ως γνήσια αρχαιοελληνική τραγωδία (μη βγούμε και απ’ το θέμα) είπε να με εκπλήξει. Η γκόμενα έπιασε τον οριστικό πάτο στα μάτια μου όταν την άλλη μέρα ήρθε και μου τριβόταν. Αν ήταν γάτα θα έτρωγε κλωτσιά. Δυστυχώς ήταν άνθρωπος και η κλωτσιά προσγειωνόταν στα παπάρια μου. Σκέφτηκα ότι απλά είναι βούρλο και πως άπαξ και της θυμίσω την συζήτηση της προηγούμενης νύχτας θα πάρει τον μπούλο της. Φευ. Η εντύπωση που είχε σχηματίσει ήταν ότι δεν είχα όρεξη απλά για ένα βράδυ. Όχι κούκλα μου δεν είναι έτσι. Μιλάς με άτομο που είναι μονίμως καυλωμένος και που πριν βγει για βόλτα τραβάει δυο έως τρεις (ανάλογα τις καύλες) μαλακίες για να μπορέσει να συμπεριφερθεί νόρμαλ μέσα στον κόσμο. Είπα να μην της το πω και περιορίστηκα να καταστήσω σαφές ότι σπέρμα στο στόμα δεν έχει σήμερα, ούτε αύριο και κατά 99,99999999999% ούτε ποτέ. Επέμενε όμως και κάπου εκεί αποχαιρέτησα την αξιοπρέπεια της με τον ίδιο τρόπο που αποχαιρετώ τις κουράδες μου και περιέγραψα ποιο πάνω. Γιατί το να σε απορρίπτει ένα άτομο σαν και μένα και να επιμένεις από πάνω σημαίνει ότι το να βρει κάποιος παρθένα σε μπουρδέλο του βαρδάρη είναι πιο εύκολο από το να βρει εγωισμό πάνω σου. Γιατί πέραν των μεγάλων αντοχών μου στο γαμήσι και την ικανότητα μου να γαμάω σε χρόνο dt συζητήσεις, το άλλο μου μεγάλο γνώρισμα είναι η σαβουρογαμία μου και η ικανότητα μου μετά από τρεις μπύρες να βλέπω όλες τις γκόμενες θεές. Κάπου εκεί το πήρε προσωπικά. Σκέφτηκα να της εξηγήσω κάποια πράματα, γιατί την λυπήθηκα κάπως, αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα ήταν το ίδιο χρήσιμο με το να προσπαθήσω να αναλύσω σε κάστορα τις επιπτώσεις που είχε η πτώση του τοίχους στη γερμανική οικονομία. Έτσι της είπα μια από τις τρεις ατάκες που αποτελούν την επιτομή της μπουρδολογίας από την αρχή της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους: «μη το παίρνεις προσωπικά, δεν έχει να κάνει με σένα αλλά με μένα» (σ.σ. οι άλλες δυο είναι «σε αγαπώ αλλά με εντελώς φιλικό τρόπο» και η άλλη η all time classic «αγάπη μου δεν είναι αυτό που νομίζεις»). Μετά είπε πέντε μαλακίες ακόμα, εγώ είπα κανα δυο ακόμα και μετά πήγα για χέσιμο γιατί ο χτεσινός γύρος δεν ήταν και πολύ σόι. Όπως έχεζα σκεφτόμουν(το χέσιμο αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε μεγάλο άντρα. Όποιος διαφωνεί ας μου πει τι σκατά έκανε τότε ο Νεύτωνας κάτω απ’ την μηλιά.)ότι θα μπορούσα να τα είχα αποφύγει όλα αυτά αν στην αρχή έλεγα αυτά που έπρεπε ή αν στην συνέχεια της έλεγα πως δεν θα την πηδούσα ακόμα και αν ναυαγούσαμε σε κάποιο ερημονήσι όπου πιο πιθανό θα ήταν να άνοιγα μια τρύπα στην άμμο για να κάνω έρωτα στη μάνα γη ή να φτιάξω τόξο και βέλη ώστε να την φάω όταν θα είχα βαρεθεί να τρώω καρύδες. Τις σκέψεις μου διέκοψε ένα «σπλάτς», οπότε και μονολόγησα θριαμβευτικά «ναι μωρή κουφάλα, τρεις στις τρεις». Είχα πάρει μια απόφαση εκείνη τη μέρα, αλλά λίγο το χέσιμο, λίγο οι μπύρες το ξέχασα.

Αυτά σκεφτόμουν εχτές στο δρόμο όταν γυρνούσα από το σπίτι του ξαδέρφου μου. Εκεί είδα για πεντηκοστή φορά το “I still know what you did last summer” στο filmnet 2 (η άλλη επιλογή ήταν το “resident evil 2” οπότε χέστε με). Από την μία ένιωσα τυχερός που δεν πληρώνω για nova αφού έτσι και αλλιώς μαλακίες παίζει. Από την άλλη όμως προβληματίστηκα. Πως είναι δυνατόν κάθε φορά ο δολοφόνος να κάνει όλες τις απίθανες μαλακίες και όταν φτάνει να αντιμετωπίσει τον ήρωα δεν είναι ικανός να δέσει ούτε τα κορδόνια του; Και αυτές οι ψώλες που παίζουν στην ταινία δεν λυπούνται καθόλου τις φωνητικές τους χορδές και τσιρίζουν συνέχεια σαν να είδαν τον Σάκη;(ένας είναι ο Σάκης). Δηλαδή αυτό είχαν στο μυαλό τους όταν αποφάσισαν να ασχοληθούν με την τέχνη; Να παίζουν σε ξεπλενιές ταινίες; Κάπως έτσι και αφού άρχισα να ρουφάω την πρώτη από τις έξι amstel που αγόρασα αναρωτήθηκα τι θα έλεγα εγώ όταν με ρωτούσαν για ποιό λόγω ασχολήθηκα με την τέχνη. Μετά σκέφτηκα όλα τα παραπάνω. Κοντά στην τέταρτη μπύρα άρχισε να μου μιλά στο msn η Γεωργία και να μου λέει ότι παίζει να ανέβει Σαλόνικα. Από το ύφος που έγραφε κατάλαβα ότι και αυτή για γαμήσι ψάχνει. Σκέφτηκα να ρωτήσω για τα περιττά κιλά που μου είπε ότι έβαλε από την τελευταία φορά που την είδα. Μετά όμως σκέφτηκα ότι με καύλωσε κάπως και πως θα ήταν καλή ιδέα να της πω να κάνουμε cybersex, να ανοίξω την κάμερα και να με δει να τον παίζω. Αλλά δεν είχα όρεξη να δίνω τσάμπα ελπίδες και επιπλέον βαριόμουν να της πω, πως αν δεν χάσει τα κιλά δεν την γαμάω ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα. Τελικά δεν της απάντησα καθόλου. Έκλεισα το msn, άνοιξα το dc++ και άρχισα να κατεβάζω τσόντα με Ασιάτισσες που τους έχω αδυναμία. Όσο περίμενα να κατέβει ήπια άλλη μια μπύρα. Όταν κατέβηκε η ταινία την έβαλα να παίζει και κατέβασα τα σώβρακα.

Μόλις έπιασα την ψωλή μου με το δεξί και λίγο πριν αρχίσω να τον παίζω, τους ψίθυρησα: «τουλάχιστον σε σας δεν χρειάζεται να πω μαλακίες» και άρχισα να τον παίζω με μανία.