ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Τρίτη, Αυγούστου 29, 2006

να'μαι πάλι. (2)

Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές υποθέτω ότι καταλάβατε πως συνεχίζω να μη γαμώ αυτό το διάστημα. Υποθέτω επίσης ότι φαντάζεστε τι θα ακολουθήσει μετά από τέτοια εισαγωγή. Αν όχι, η θέση μου για τους μη εύστροφους ανθρώπους είναι γνωστή. Just fuck off.
Και συνεχίζω με εύθυμη διάθεση μιας και κάποια πράματα πάνε καλά. Ας πούμε το γεγονός ότι ζητάνε κείμενα μου και την γνώμη μου γενικός. Με φαντάζομε σε φάση guru. Μένει να ξαναφήσω τα μαλλιά, να σταματήσω να κόβω τα μούσια και να φορέσω μια χλαμύδα να είμαι πάλι ίδιος ο jesus.




Θα ξεκινήσω μια νέα θρησκεία (με επίκεντρο εμένα φυσικά) και θα οργανώνω πάρτυ, παρτούζες και μαζικά όργια. Sex, drugs and rock’n’roll ένα πράμα. Το έχουν πει και το έχουν δοκιμάσει πριν από μένα, αλλά μπορώ πάντα να ανακηρύξω ως προφήτες μου άτομα όπως ο Hendrix, ο Morisson, η Joplin και φυσικά τον Keith Richards, ο οποίος θα είναι για μένα ότι και ο Ιωάννης ο βαπτιστής για τον χριστό. Φυσικά μέσα στη γενικότερη χασούρα θα λέω και καμιά παπαριά να περάσει η ώρα. ‘η επι της disco night ομιλία’. Γαμώ ακούγεται.
Η δουλειά συνεχίζει και αυτή καλά. Οι πελάτες παραμένουν το ίδιο τρόμπες, αλλά το κλίμα με τους συνάδελφους, τώρα που τους γνώρισα και καλύτερα, είναι πολύ καλό. Αυτό φυσικά δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραμένουν (κατ' εμέ πάντα) καμένοι. Ούτε και το γεγονός πως συνεχίζω και διατηρώ τις αμφιβολίες μου για το αν έχουν γαμήσει αξιοπρεπώς το τελευταίο εξάμηνο. Τέλος πάντων καλά παιδιά όλοι τους. Αν τους μάθω λίγο ακόμα παίζει να τους πω να βγούμε για καμιά μπύρα (με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα επαναληφθεί το σκηνικό που έπαιξε πριν κάτι μέρες, όταν και το αφεντικό με τον τεχνικό συζητούσαν για κάνα μισάωρο και η μόνη λέξη που έπιασα ήταν το “frostball”(και ούτε και γι’ αυτήν δεν είμαι σίγουρος) οπότε και τους είπα πως έχουν πέντε λεπτά να αρχίσουν να συζητούν για μπάλα για γκόμενες, αλλιώς θα πέσουν μάπες).
Έτερο θέμα τον ημερών η εθνική. Η του μπάσκετ φυσικά, γιατί με αυτή του ποδοσφαίρου έχουμε κάποιο πρόβλημα. Ίσως ο χερ Ότο έφαγε κανένα χαλασμένο ‘Νίκας’ (από αυτά που διαφημίζει) και έπαθε παράκρουση. Τέσπα δεν θα κάνω τον προπονητή της εξέδρας (τουλάχιστον όχι σήμερα και όχι για την εθνική τουλάχιστον). Η εθνικάρα λοιπόν μάζεψε 5 σκάλπ ως τώρα και πάει να πάρει και των κινέζων. *** UPDATE: ξεκίνησα να το γράφω πριν το ματς με την Κίνα και ήθελα να πω τι πίστευα ότι θα έπρεπε να κάνουμε κατά τη γνώμη μου για να κερδίσουμε. Μετά από την μεσημεριανή τσόντα της Κυριακής που όλοι απολαύσαμε νιώθω τυχερός που δεν πρόλαβα να γράψω τις μαλακίες που είχα στο κεφάλι μου. Τα παιδιά γαμούν απλά και όμορφα*** ***UPDATE ΣΤΟ UPDATE πριν καμιά ώρα μας τέλειωσαν και οι les flor (τα γαλλάκια ντε). Σειρά έχουν τα αμερικανάκια (δεν γράφω τίποτα γιατί μάλλον θα χρειαστεί και άλλο UPDATE:P)***
Τέλος πάντων η εθνική μπάσκετ είναι όντως η επίσημη αγαπημένη. Όχι ότι αυτή του ποδοσφαίρου δεν την γουστάρουμε, αλλά σαν γκόμενα τη βλέπεις περισσότερο. Από αυτές που όλο σε παιδεύουν, σε παίζουν, σε γυροφέρνουν, αλλά τελικά δεν σου κάθονται. Ντάξει μία φορά σου έκατσε (euro 2004) και έγινε της πουτανάρας το κάγκελο. Βέβαια μετά γύρισε στις παλιές καλές γνωστές τακτικές και έμεινες με το πουλί στο χέρι. Ενώ η του μπάσκετ είναι η πρώτη σου αγάπη και παντοτινή που λέει και η διαφήμιση. Και αν έφαγες μερικές ξενέρες είναι λογικό μετά από τόσα χρόνια. Αλλά ένα ταξιδάκι στο Βελιγράδι ανανέωσε θεαματικά την σχέση και τώρα είσαστε πάλι στα σορόπια.
Όπως όλοι γνωρίζεται (και περισσότερο όσοι με ξέρουν από κοντά) το χιούμορ μου είναι ιδιαίτερα διεστραμμένο (εγώ θα το χαρακτήριζα ιδιαίτερα ευφυές, but that’s just me). Χωρίς πολλά πολλά χιούμορ είναι και ένα μπλουζάκι που φοράω και έχει ένα σφυροδρέπανο πάνω.



Συνχίζομαι απίστευτα με τη μαλακία που διακατέχει τον κόσμο. Ένας παππούς στη Δράμα βλέποντας με μου λέει: «πριν 30 χρόνια ξέρεις τι ξύλο θα έτρωγες γι’ αυτό;». Ναι ρε θείο ξέρω. Αυτό είναι για μένα το γαμημένο αστείο της υπόθεσης. Εγώ το φοράω χωρίς να είμαι κουμμούνι ενώ κάποιοι άλλοι έτρωγαν μάπες και μόνο που ήθελαν να το φορέσουν. Δεν με εκνεύρισε αυτό που είπε, άλλωστε αλήθεια ήταν. Το στυλ του μου την έδωσε. Η φράση δεν συμπληρωνόταν με το: «αλλά ευτυχώς τώρα έχουν αλλάξει τα πράματα και έχουμε τέτοια ελευθερία που μπορεί το κάθε τσουτσέκι όπως εσύ να το φοράς», αλλά συμπληρωνόταν με το «αλλά δυστυχώς τα πράματα έχουν αλλάξει, αλλιώς τις μάπες θα τις έτρωγες από τώρα». Δωσ’ τες ρε καρνάβαλε αν σε παίρνει. Αλλά όχι φυσικά. Ο κλασσικός μαλάκας έλληνας. Μαγκιά μόνο όποτε και όπου μας παίρνει. Μετά τους χουντο-βασιλικ-δεξιούς ελληνορθώδοξους ταλιμπάν, είχα και τους κνήτες να μου την λένε. Μια γκόμενα στο zoo.gr που είδε τη φωτογραφία, χάρηκε και μου μίλησε με πολύ χαρά προσφωνώντας με μάλιστα «Σύντροφε». Όταν της εξήγησα ότι κάνω χιούμορ έτσι, τα πήρε στο κρανίο. Και όχι είναι σύμβολο, και όχι δεν παίζουν με αυτά και όχι άλλη έδωσαν τη ζωή τους και και και. ΕΕΕΕΕεεεεεε ξεκόλααα!!! Τι να της εξηγήσω της μαλακισμένης; Ότι μόλις καταλάβεις ότι μπορείς με τα πάντα να κάνεις χαβαλέ, ότι τότε ελευθερώνεσαι ως άνθρωπος; Γάμησε το. Τσάμπα σάλιο και φαιά ουσία. Ήθελα να της προτείνω να δει Bill Hicks στη φάση που κοροϊδεύει κάτι παρόμοιο. Υπερασπίζεται το δικαίωμα κάποιου να καίει τη σημαία και κάνει μια τον εαυτό του και μια τον βλάχο τεξανό μαλάκα κολλημένο με τη σημαία:
- β.τ.μ. my daddy died for that flag!!!
- b.h. really? I bought mine at K-Mart. Yeah! Only five bucks.
- β.τ.μ. this is not funny man. My daddy died in the Korean war for that flag!
- b.h. really? What a coincidence! Mine was made in Korea.
Αν αυτό δεν τα λέει όλα εγώ τι άλλο να πω; Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως μερικοί άνθρωποι κολλάνε σε τέτοιες μαλακίες. Και ναι! Το βρίσκω απίστευτα γελοίο άλλοι να έχουν πεθάνει για το σύμβολο του σφυροδρέπανου, να μην το φοράνε καλά καλά οι κνήτες, αλλά εγώ να το φοράω χωρίς να είμαι καν κνήτης και για χαβαλέ από πάνω. Με κάνει και σκοτώνομαι στο γέλιο. Μπορεί να είμαι απλά μαλάκας, αλλά δέξου το γεγονός ότι έχω δικαίωμα να είμαι όσο μαλάκας θέλω, αφού στο τέλος τέλος δεν σε πειράζω. Και το λέω αυτό περί δικαιώματος γιατί πολλές φίλες «συντρόφισσες» έχουν δηλώσει την επιθυμία να με στείλουν στο τιμημένο νοβροζίνσκι άπαξ και γίνει η επανάσταση (ααχαχαχαχα). Και μιλάω περί δικαιώματος γιατί στηρίζω ακράδαντα αυτό που λέει ο Bill Hicks στη συνέχεια του σκετς οπότε και μιλάει πια κοινό: that flag is just a piece of cloth. It is what the flag represents. Which is the right …to burn the fucking flag.
Τέλος πάντων. Άλλο θέμα. Το κείμενο ξεκίνησε πριν την φάση με τα τζατζίκια και είχα σκοπό να γράψω σχετικά με τις σχέσεις, τους γκόμενους και τις γκόμενες ( αγαπητή φεμινίστρο-αριστερό-ταγαρογυναίκα πρώην ή ακόμα κνίτησσα οικολόγα της πούτσας. Μην μπεις καν στον κόπο να προσπαθήσεις να μου την πεις για το γεγονός ότι σας αποκαλώ γκόμενες. 1) Χέστηκα αν είναι σωστό ή όχι διότι 2) έτσι γουστάρω και κατ’ επέκταση 3) δεν πρόκειται να αλλάξω στυλ και λεξιλόγιο για να φαίνομαι politically correct σε μερικές κιούσπες και 4) το πόσο σέβομαι ή όχι τις γυναίκες (χάρηκες τώρα;) δεν το ξέρεις. Όταν το μάθεις και το διαπιστώσεις ιδίοις όμμασι έλα να μου πεις την γνώμη σου και τότε και μόνο τότε θα δώσω βάση. Ως τότε απλά θα θεωρώ ότι γαυγίζεις στο φεγγάρι και θα σε φτύνω). Το θέμα τέλος πάντων το αναβάλω, γιατί έχω πολλά να πω (είπαμε έχω γίνει guru) πράμα που σημαίνει ότι θα μεγαλώσει και άλλο αυτό το σεντόνι (μη σας χάσουμε και από πελατεία) και επιπλέον δεν μπορώ να βγάλω ακόμα τον τζατζικο-μαλάκα από το μυαλό μου. Ανακάλυψα ότι αυτό που με τσάτιζε τόσο καιρό (πέρα από το γενικότερο μέγεθος της μαλακίας που συνάντησα στο πρόσωπο του και από το γεγονός ότι ο πλανήτης έχει γεμίσει από τέτοια παράσιτα) είναι το γεγονός ότι ο εν λόγω βλάχος στη ζωή του χαλαρά μια δυο γκόμενες της είχε. Δηλαδή πόσο χαζή μπορεί να είσαι ρε κοπέλα μου; Πόσο; Άντε για εμφάνιση δεν μιλάω. Είναι υποκειμενικό. Αλλά για να καταλάβω. Και εσένα με τζατζίκι σε έριξε; Δεν σας καταλαβαίνω ώρες ώρες. Δεν λέω ότι όσες κοπέλες έμπλεξαν μαζί μου έκαναν την καλύτερη επιλογή της ζωής τους, αλλά συγγνώμη επιτρέψτε μου να πιστεύω ότι ποτέ και για καμία δεν αποτέλεσα τέτοιο ξεπεσμό. Το παρακάτω που θα πω ήθελα να το κρατήσω για πιο μετά, αλλά θα το πω από τώρα. Κλαίγεστε από την μία ότι δεν υπάρχουν πια άντρες (πολλές φορές με το δίκιο σας βέβαια), αλλά από την άλλη πάτε και δίνετε λόγο ύπαρξης σε κάτι τέτοιους μαλάκες. Ακόμα και από απελπισία να τους κάτσετε, έτσι τους δίνετε το δικαίωμα να συνεχίζουν στην ίδια τρόμπα, γιατί πολύ απλά σκέφτονται ότι «αφού έκατσε μια, θα κάτσει και άλλη». Τέσπα το θέμα χρίζει ανάλυσης.
Κάπου εδώ κλείνω για σήμερα. Πριν κλείσω όμως να κάνω μια διευκρίνιση. Οι ιστορίες που γράφω στο σύνολο θα είναι έξι. Προς το παρών έχω τελειώσει τις τρεις («καλοκαιρινές διακοπές», «viva espana» και «βραδινή έξοδος»). Ίσως λόγο δουλειάς κλπ να μου πάρουν λίγο καιρό. Τέλος πάντων με αυτές θα ολοκληρωθεί το παζλ και θα έχετε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα. Ετοιμάζω και άλλα projects με ιστορίες. Για αρχή πρέπει να μπει ένα πρόγραμμα με το ποιες προηγούνται. Μετά ίσως τις βγάζω σε κομμάτια εδώ ή θα ανοίξω κανένα δεύτερο blog όπως η ubita. Θα δούμε. Στο επόμενο post το θέμα είναι γκόμενοι/γκόμενες και το ελληνικό πρωτάθλημα (σόρρυ λέιντις :Ρ) και ότι άλλο κατέβει στην γκλάβα μου. Bye για σήμερα.

ΥΓ: οι όροι καμακώνω, φλερτάρω, την πέφτω κλπ αντικαθιστώνται πλέον από το «τζατζικώνω», ως ελάχιστο φόρο τιμής στον άγνωστο μαλάκα.

Τζατζίκι ρε; Είμαστε σοβαροί;

Και για να εξηγούμαι. Δεν έχω τίποτα με το εν λόγω ορεκτικό. Ίσα ίσα που γαμεί, είτε σκέτο, είτε βουτώντας ψωμί, είτε με σουβλάκι (μόνο οι μαλάκες πήζουν τον γύρο με τζατζίκι και γαμούν την ιδεολογία του τζατζικιού). Όσο γκομενό-απωθητικό και αν είναι, γαμεί τελεία και παύλα και αν κάποια δεν το αντέχει να πάει να γαμηθεί (όχι με μένα φυσικά). Αλλά τζατζίκι ρε φίλε;

Να σας μπάσω όμως στο θέμα για να καταλάβετε την αγανάκτηση μου για το μέσο νέο (δηλαδή σε ηλικία) νεοέλληνα. Σαββάτο βράδυ και βγαίνουμε. Δεν το συνηθίζω, αλλά τώρα με τη δουλειά δεν είμαστε για να χάνουμε ευκαιρίες και να σνομπάρουμε μέρες. Η παρέα είναι όλοι φοιτητές της γερμανικής φιλολογίας της Θεσσαλονίκης. Εγώ βρίσκομαι εκεί λόγο του κολλητού Αλέξη. Με τα πολλά και με τα λίγα πάμε στο μπιτ παζάρ. Φοιτητικό μέρος και φτηνό. Τα ούζα μας, τις μπύρες μας, τα μεζεδάκια μας και όλα τα σχετικά. Ο ένας από την παρέα έχει μαζέψει τρείς φίλους του από Κοζάνη. Ο ένας βασικά καταγωγή Κοζάνη, αλλά μένει Γερμανία. Ο τύπος είναι δεκαοχτώ χρονών και μας έχει ζαλίσει την πούτσα για το πόσο ωραία είναι στην Ελλάδα και πόσο διαφορετικά και πόσο θέλει να μείνει μόνιμα εδώ. Μάλιστα ο εν λόγω μαλάκας (γιατί περί τέτοιου πρόκειται όπως θα καταλάβετε) θέλει να κατέβει για να πάει μονιμάς στο στρατό, γιατί ένας φίλος του είπε ότι είναι πολύ καλά (μικρή παρένθεση εδώ. Επειδή γεννήθηκα και μεγάλωσα Γερμανία ξέρω κόσμο από εκεί. Όσο περνάει ο καιρός και τα χρόνια τόσο πιο πολύ αναρωτιέμαι, τι ακριβώς είναι χειρότερο: να είσαι λαζογερμανός ή μαλάκας νεοέλληνας;;; φίλη τριαντάρα προτού με αρχίσεις στα καντήλια – που δεν το βλέπω αλλά λέμε τώρα – ξέρεις πολύ καλά ποιους/ποιες εννοώ). Οι τρείς αυτοί μαλάκες – είναι σίγουρο 100000% ότι είναι κυριολεκτικά – αποτελούν το μνημείο του νεοέλληνα μαλάκα. Έχουν και οι τρεις μάπες για το πέος, αλλά έχουν κορδωθεί και κοιτάνε σα λιγούρια ότι θηλυκό περνάει. Κολλητό φανελάκι, ξεθωριασμένο τζιν και τα σχετικά. Ο ένας - ο μεγαλύτερος τρόμπας όλων – έχει καπελάκι adidas μέσα στη γαμημένη τη νύχτα με το θερμόμετρο να βαράει χαλαρά 37άρες. Επιπλέων έχει κρεμασμένα τα κλειδιά γενικώς, αλλά αυτά του αμαξιού σε περίοπτη θέση, από το λαιμό. Αγοράκι έτοιμο για όλα δηλαδή. Ότι πατσαβουρικό έχει περάσει από δίπλα του το έχει χαιρετήσει με ύφος «εγώ είμαι ο γαμιάς σας». Φυσικά ακόμα και οι κιούσπες τον έχουν χεσμένο. Σε κάποια φάση περνάει μια χοντρή. Και εδώ να σημειώσω πως ως χοντρή αναφέρθη και από τον Αλέξη που τα τελευταία πέντε χρόνια δε λέει να πέσει κάτω από τα εκατό κιλά ( τα δέκα με δεκαπέντε είναι μόνο τα ράστα αλλά λέμε τώρα χοχοχο – Άλεξ άι λόβ γιου ρε). Η γκόμενα (ο θεός να την κάνει) φοράει ένα σορτσάκι (από το οποίο κρέμονται κυριολεκτικά τα κολομέρια) παραλλαγής. Ο δικός μας φωνάζει «λοκ; Λοκ;» η γκόμενα δεν ακούει καλά και ρωτάει τι λέει. Ο τύπος με ύφος «εγώ είμαι το μέλλον σου, απλά δεν το ξέρεις ακόμα» ξαναρωτάει «λοκατζής;». «ναι» του λέει η γκόμενα «που το κατάλαβες;». Και εκεί ο μαλάκας κοκαλώνει. Είναι η πρώτη γκόμενα που καταδέχεται να γυρίσει να του πει κουβέντα και ο μαλάκας κάθετε και την κοιτάει σα χάνος. Φυσικά η γκόμενα φεύγει. Τέλος πάντων το όλο θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Ευτυχώς είχα πιεί δύο τσιγαριλίκια πριν και το άντεξα κάπως. Αλλά πόσο πιά; Άνθρωπος είμαι (έστω και δείγμα με τόση μαστούρα). Από τα μισά τραβολογάω τον μαλάκα τον Αλέξη και του λέω πάμε να φύγουμε. Μα τσάμπα η μαστούρα με αυτούς τους καραγκιόζηδες. Ο Άλεξ όμως έχει εκείνη τη μαλακία μέσα του που δεν τον αφήνει να γράψει κόσμο στο παπάρι του. «έλα ρε μαλακά» μου λέει «παρέα ήρθαμε». Να σε γαμήσω γαμώ τα ράστα σου. Τέλος πάντων το βράδυ συνεχίζει έτσι. Ο τρόμπας είναι όρθιος την ώρα που άλλα οχτώ άτομα κάθονται και δεν έχει αφήσει γκόμενα για γκόμενα. Το μάτι του γυαλίζει κυριολεκτικά. Όχι όμως από μαστούρα όπως το δικό μου, αλλά από παρατεταμένη αγαμησιά. Και εκεί που λέω δεν πάει άλλο, το παλικάρι (μαζί και οι δυο άλλοι μαλάκες και ο τρόμπας που τους κουβάλησε) αποφασίζουν να εκπλήξουν τους πάντες. Μιλάμε για το ποιο ελεεινό πράμα που έχω δει ποτέ μου.
Αποφασίζουν να κεράσουν μια παρέα κοριτσιών που κάθονται πιο πίσω μας. Από ξενέρωμα δεν γύρισα να τις κοιτάξω (και αργότερα δεν το έκανα από ντροπή). Σημειώνω ότι το να κερνάς γκόμενες που δεν ξέρεις για να πας να κάνεις καμάκι μετά είναι από μόνο του ελεεινό. Αλλά άντε. Τα σφηνάκια πάνε και έρχονται (λέμε τώρα ρε αδερφέ. Κάνω τα στραβά μάτια. Καταπατώ τις αρχές μου πως το λένε γαμώτο μου), αλλά ρε αδερφέ. Τζατζίκι; Είσαι σοβαρός; Οι μαλάκες με κάθε επισημότητα έστειλαν στις γκόμενες ένα πιάτο τζατζίκι. Ο σερβιτόρος έμεινε μαλάκας. Γέλασε στην αρχή όπως όλοι μας, αλλά όταν καταλάβαμε ότι δεν είναι πλάκα και είναι για σοβαρά χαζέψαμε όλοι μας. Τζατζίκι ρε!!!! ΑΝ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΘΕΟ ΣΟΥ. ΤΖΑΤΖΙΚΙ! Προσπαθώ να καταλάβω αν πραγματικά συνέβη αυτό ή αν ήπια υπερβολικά πολύ χόρτο και βλέπω μαλακίες και οράματα, όταν τα παλικάρια με αποτελειώνουν. Φωνάζουν τον σερβιτόρο και του ανακοινώνουν με κάθε επισημότητα πως θέλουν να στείλουν και τυροσαλάτα!!!!!! Νιώθω απίστευτα μαλάκας και ντρέπομαι για πρώτη φορα τόσο στη ζωή μου, όταν ο σερβιτόρος τους λέει «έλα ρε παιδιά, θα τους πέσει βαριά» και αυτοί οι μαλάκες αντί να πάρουν χαμπάρι επιτέλους ΠΟΣΟ τεράστια και ατελείωτα ζώα είναι, μετά από λίγη σκέψη (πραγματικά όμως) συμφωνούν!!!!!!!!!!!!!
Αυτό ήταν. Μάζεψα τον Αλέξη από το χέρι και φύγαμε. Αυτοί στα καραβάκια και εγώ με τον άλλον στη Στοά (btw οι Θεσσαλονικείς να προτιμήσουν το εν λόγω μαγαζί, ιδιαίτερα τις Κυριακές που στα decks είναι η θεά Μαρία. Ένα μαγαζί μας είχε πάνω-κάτω. Την ερωτεύτηκα μόνο για τις μουσικές που παίζει λέμε …… καλά καλά είναι και γυναικάρα). Ο καμένος και γεμάτος ενοχές Αλέξης (μα πόσο αγαθός είσαι ρε μαλάκα; Τόσα χρόνια δίπλα μου, ντιπ δεν έμαθες;) με ψήνει να πάμε ξανά στα καράβια.
Το ίδιο σκηνικό και εκεί. Ο πέφτουλας μας, προσπαθεί να μιλήσει με μια επιεικώς απαράδεκτη κοπέλα η οποία τον φτύνει. Δεν λέω. Το ίδιο βράδυ έφαγα και εγώ τη σέντρα μου. Δεν με χαλάει όμως, γιατί παίζει να ήταν από ένα από τα πιο γλυκά πλάσματα του κόσμου. Τουλάχιστον η κοπέλα ήταν όμορφη. Τουλάχιστον φαινόταν ότι ενώ δεν παίζει να γίνει κάτι μεταξύ μας, τον χαβαλέ της όλης ιστορίας τον γούσταρε. Τουλάχιστον δεν την ξενέρωνα ρε αδερφέ. Τέλος πάντων αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που έχει και σχέση με τη γκαντεμιά μου και το γενικότερο (λάθος)timing που έχω στη ζωή.
Γαμώτο μου έχει δυο μέρες τώρα που κάθομαι και ρωτάω φωναχτά. «τζατζίκι ρε πούστη μου; ΤΖΑΤΖΙΚΙ;». Κοιμάμαι, ξυπνάω και κάνω την ερώτηση. Προχωράω στο δρόμο και από το πουθενά χωρίς να ρωτάω κάποιον συγκεκριμένα κάνω και πάλι την ερώτηση. Κοιτιέμαι στον καθρέφτη ενώ χέζω ξανά τα ίδια.

ΤΖΑΤΖΙΚΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ;;;; ΤΖΑΤΖΙΚΙ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ;;; ΤΖΑΤΖΙΚΙ ΕΛΕΕΙΝΕ ΤΥΠΕ;;; ΤΖΑΤΖΙΚΙ;;;



*** δεν μπορώ …θα συνεχίσω άλλη μέρα …τώρα τα έχω πάρει ***

Παρασκευή, Αυγούστου 25, 2006

de mas xreiazonte leei...

den mas xreiazonte leei pia i gkomenes ...sas to afino to link na exete na asxoliste me kati osotou na epistrepso me istories h' skepseis me mpineliki, xosimo kai mpoliki mouxlofilosofia

...oso gia to link ...an kai skeftome na anaptikso tis skepseis mou pio meta...mia proti skepsi einai oti problima den exo ...isa isa mporei na lisei kai arketa problimata :D

***UPDATE 26/08/2006*** prin proxorisete se opiodipote sxoliasmo tou keimenou deite to link olokiro omos

Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006

Βραδινή έξοδος

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έγειρε να ρίξει μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. «γαμώ τον κολώκαιρο μου», μουρμούρισε.
Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε. Έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω μήπως ξέχασε κανένα φως ανοιχτό ή καμιά βρύση να τρέχει. Έπειτα πέρασε τα χέρια πάνω από τις τσέπες του παντελονιού και του μπουφάν του. « κινητό, τσιγάρα, αναπτήρας, ταυτότητα, λεφτά και κλειδιά στο χέρι», σκέφτηκε. Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Πριν όμως κάνει το πρώτο βήμα το άφησε και πάλι. Πήγε κάπως βιαστικά προς το δωμάτιο του, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Γύρισε τυλίγοντας τα ακουστικά γύρω από το discman. Το έβαλε στο μπουφάν, βγήκε και κλείδωσε.
Στη στάση περίμενε ακόμα μια κυρία κοντά στα εξήντα. Όταν έφτασε κοιτάχτηκαν φευγαλέα, χωρίς να δώσουν σημασία ο ένας στον άλλο. Κοίταξε προς την μεριά του δρόμου απ’ όπου περίμενε το λεωφορείο. Δεν πρόλαβε να ανάψει καλά καλά το τσιγάρο του όταν αυτό φάνηκε στο βάθος.
«άντε γαμήσου», ψιθύρισε. Η κυρία δίπλα του φαίνεται πως τον άκουσε και γύρισε αμέσως να τον κοιτάξει με αποδοκιμασία και δυσαρέσκεια στο βλέμμα της. Την κοίταξε και αυτός σηκώνοντας κάπως τα φρύδια του. «άσε μας τώρα κυρά μου», σκέφτηκε. Λες και ήξερε η γριά πως είναι να ανάβεις τσιγάρο και μετά από δυο τραβιξιές να αναγκάζεσαι να το πετάς.
Άρχισε να ρουφάει γρήγορα και βαθειά. Η κίνηση στο δρόμο θα του έδινε λίγο χρόνο ακόμα, αλλά όπως και αν είχε δεν θα το απολάμβανε όπως θα ήθελε και είχε σχεδιάσει.
Όταν το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά του, το τσιγάρο του ήταν κάπου στη μέση. Τράβηξε μια τελευταία βαθειά τζούρα, που τον αναγούλιασε κάπως και το πέταξε στο δρόμο μπαίνοντας.
Το λεωφορείο ήταν μεσογεμάτο. Έψαξε για θέση καθώς χτυπούσε εισιτήριο. Ανακάλυψε μια άδεια κάπου στη μέση και πήγε να κάτσει. Έβγαλε το discman από το μπουφάν του και το ακούμπησε στα πόδια του καθώς ξετύλιγε τα ακουστικά. Είχε ήδη το δάχτυλο έτοιμο στο play και έτσι μόλις στερέωσε τα ακουστικά στα αυτιά του το πάτησε.
Με το που άκουσε μελωδίες στα αυτιά του, έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο. Άνοιξε και άλλο την ένταση ως το σημείο που δεν άκουγε τίποτε άλλο εκτός από την μουσική του. Ούτε φωνές, ούτε κόρνες, μόνο μουσική. Ήταν στον κόσμο του πια. Αποκομμένος τελείως από το περιβάλλον γύρω του.
Όταν έκλεισε και τα μάτια του, το σκηνικό ολοκληρώθηκε. Δεν είχε πια ανθρώπους γύρω του, δεν ήταν πια σε λεωφορείο. Ένιωσε σα να βρίσκεται σπίτι του, στο δωμάτιο του, όπου άκουγε μουσική με την ένταση στο τέρμα και τον ίδιο είτε καθιστό να προσποιείται πως παίζει κρουστά, είτε όρθιο να κουνάει τα δάχτυλα στον αέρα σα να παίζει κιθάρα. Δεν έκανε εδώ κάτι τέτοιο – είχε ακόμα συναίσθηση του που βρίσκεται – απλά άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλα στο γόνατο του.
Υπάρχουν άνθρωποι που απλά ακούν την μουσική, άλλοι βλέπουν τις νότες και άλλοι βλέπουν χρώματα. Ο ίδιος, ακούγοντας μουσική, από την άλλη έβλεπε εικόνες. Αν ήξερε καλά το συγκρότημα που άκουγε εκείνη την ώρα τους φανταζόταν στη σκηνή να παίζουν (καμιά φορά με εκείνον ανάμεσα τους), άλλες φορές έβλεπε σκηνές από ταινίες που είχε δει και ταίριαζαν, κατά την άποψη του, στο ρυθμό που άκουγε. Η σκηνή, συνήθως, ήταν αλλαγμένη, σύμφωνα πάντα με τη δική του καλλιτεχνική και σκηνοθετική άποψη. Άλλοτε πάλι έβλεπε ιστορίες. Βουβές και άχρωμες. Μόνο τα κεντρικά πρόσωπα και τη δράση. Τα λόγια ή την υπόθεση μπορούσε πάντα να τα προσθέσει αργότερα, όταν σε κατάσταση ηρεμίας θα ανακαλούσε από τη μνήμη του τις εικόνες. Το σημαντικό γι’ αυτόν ήταν η ιστορία. Το τι γινόταν. Το πώς. Το γιατί ήταν κάτι που θα έβγαινε μετά, αφού θα είχε γίνει μάρτυρας των γεγονότων.
Αυτή τη φορά όμως το μυαλό του ήταν άδειο. Κενό. Με όσα είχαν γίνει το τελευταίο τρίμηνο, είχε χάσει την έμπνευση του, τη ζωντάνια και την όρεξη του. Σίγουρα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιζε και το ρόλο του το γεγονός ότι το λεωφορείο βρισκόταν σε ένα συνεχές σταμάτα-ξεκίνα. Ο τελικός προορισμός αργούσε αργούσε, αλλά αυτός είχε συνέχεια το νου του στο που βρίσκεται.
Γιατί όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και αυτός είχε την φοβία του. Ο ανεξήγητος και αδικαιολόγητος φόβος μήπως μείνει τυφλός, τον είχε βάλει στη διαδικασία να μάθει και να απομνημονεύει διάφορα πράματα. Ήλπιζε ότι έτσι θα ήταν προετοιμασμένος για το γεγονός, αν αυτό συνέβαινε ποτέ. Είχε μάθει πόσα βήματα και στροφές χρειαζόταν για να πάει στη κουζίνα ή το μπάνιο. Τη διαδρομή για το ασανσέρ, για το περίπτερο της γειτονιάς ή την στάση του λεωφορείου. Μια φορά μάλιστα θέλησε να δει την πρακτική εφαρμογή όσων θυμόταν και ξεκίνησε από το δωμάτιο του για να πάει ως το περίπτερο με κλειστά μάτια. Το πείραμα έληξε άδοξα, όταν μπαίνοντας στο ασανσέρ θέλησε ψηλαφίζοντας να βρει τα κουμπιά. Άπλωσε τα χέρια και έψαξε για τα κουμπιά, αλλά αντ’ αυτών ακούμπησε σε κάτι μαλακό που αποδείχτηκε ότι ήταν τα βυζιά της γειτόνισσας. Η σφαλιάρα που έφαγε ήταν ικανή να το κάνει να χάσει στα αλήθεια το φως του.
Με το συγκεκριμένο λεωφορείο ήξερε ότι δώδεκα στάσεις για να φτάσει στο προορισμό του. Εν μέσω κανονικής κίνησης στο δρόμο, μπορούσε να καταλάβει που βρίσκεται και πόσο δρόμο ήθελε ακόμα, χωρίς να χρειάζεται να ανοίξει πολλές τα μάτια του, διακόπτοντας έτσι τις ονειροπολήσεις του.
Στην αρχή τις διαδρομής μπόρεσε να καταλάβει τις στάσεις. Οι πόρτες άνοιγαν και τον χτυπούσε το κρύο ρεύμα, δείγμα ότι ο χειμώνας ήταν προ των πυλών. Όμως σε κάποια στιγμή κάποιος ή κάποια είχε τη φαεινή ιδέα να ανοίξει παράθυρο και το ρεύμα τον χτύπαγε έτσι και αλλιώς.
Το λεωφορείο είχε μπει πια στην εγνατία. Η κίνηση ήταν τώρα ακόμα μεγαλύτερη και το ‘σταμάτα’ κρατούσε περισσότερο από το ‘ξεκίνα’. «τι μαλάκας που είσαι ρε Γιάννη», σκέφτηκε. Παρασκευή βράδυ και αυτός τον έπαιρνε τελευταία στιγμή για να έξοδο. Λες και δεν ήξερε ότι μένει στου διαόλου τον πατέρα. Όταν τον είχε πάρει ο Γιάννης τηλέφωνο στην αρχή σκέφτηκε να μην πάει. Από την άλλη όμως η κλεισούρα τόσων ημερών είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα. Μια μπύρα στον έξω κόσμο έμοιαζε ως μια καλή ιδέα, την οποία όμως τώρα είχε αρχίσει να μετανιώνει.
Το απότομο φρενάρισμα και το τράνταγμα τον έκαναν να κοπανήσει το κεφάλι του στο τζάμι. Άνοιξε τα μάτια διάπλατα περισσότερο από ενόχληση για το συμβάν παρά από πόνο. Κοίταξε αγριεμένα προς την μεριά του οδηγού λες και αυτός μπορούσε να τον δει. Μη σίγουρος για το ποια θα ήταν η ένταση της φωνής του, λόγω της μουσικής που άκουγε, πέταξε ένα ξέπνοο «’ντε γαμήσου». Έβαλε το χέρι στο τζάμι και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω κλείνοντας τα μάτια.
Τα ξανάνοιξε σχεδόν στιγμιαία. Άρχισε να ξηλώνει τα ακουστικά από τα αυτιά του. Αυτό ήταν κάτι που για να το δει, για να το καταλάβει, θα έπρεπε να μη βρίσκεται πια στον κόσμο του. Ο θόρυβος της μηχανής, τα αμάξια έξω, οι φωνές και οι μουρμούρες που ακουστήκανε στο κεφάλι του απότομα, τον βοήθησαν σε αυτό.
Έγειρε το κεφάλι του μπροστά και κόλλησε τα μούτρα του στο τζάμι. Στη διπλανή λωρίδα, το μικρό κίτρινο corsa έμοιαζε σα φυλακισμένο ανάμεσα σε ένα jeep και μια Mercedes. Ακινητοποιημένο και αυτό στην κίνηση, είχε μπροστά του το jeep και πίσω του την Mercedes. Ο οδηγός της Mercedes είχε αφήσει μισό με ένα μέτρο περισσότερο απόσταση απ’ όσο αφήνουν συνήθως. Ίσως ο οδηγός να ήταν νέος ή απλά ο τύπος να είχε ψώνιο με το αμάξι του και ήταν ιδιαίτερα προσεχτικός. Όπως και αν είχε η απόσταση αυτή ήταν που άφηνε να φανεί το πίσω δεξιά φλας του corsa. Το σπασμένο πίσω δεξιά φλας.
Άρχισε να σηκώνεται από τη θέση του. «το αριστερό ή το δεξί ήταν μωρέ γαμώτο;», σκέφτηκε. Η αμφιβολία αυτή όμως δεν τον εμπόδισε καθόλου. Έπρεπε να δει, να μάθει. «και αν είναι; Μετά; Τι κάνω δηλαδή;», σκέφτηκε. Δεν τον ένοιαξε. Προσπαθούσε να χωρέσει το discman στο μπουφάν του. Προχωρούσε παραμερίζοντας κόσμο και είχε τα μάτια καρφωμένα στο corsa. Όσο πλησίαζε τόσο του φαινόταν και πιο γνωστό. Το discman δεν έλεγε να χωρέσει. Γύρισε το βλέμμα του για να δει τι ακριβώς δεν το αφήνει να μπει. Εκείνη την ώρα το λεωφορείο ξαναμπήκε στη φάση του ξεκίνα. Το λεωφορείο ξεκίνησε απότομα και όπως ήταν αφηρημένος με το discman έχασε την ισορροπία του. Παραπάτησε προς τα πίσω, άλλα για καλή του τύχη ένα παλικάρι τον έπιασε πριν σωριαστεί ή πέσει πάνω σε καμιά γριά και την παρασύρει μαζί του. Πέταξε ένα αφηρημένο «ευχαριστώ» προς την μεριά του παλικαριού και έτρεξε ίσια μπροστά. Είχε δει την κίνηση από δίπλα να ελευθερώνεται και το corsa να προχωρά. Περνούσε άγαρμπα μέσα από κόσμο, αλλά δεν το καταλάβαινε, δεν το ένοιωθε. Κάτι μουρμούρες και μπινελίκια που πετάχτηκαν δεν έγιναν ποτέ αντιληπτά. Τα δυο οχήματα σταμάτησαν και πάλι. Αυτή τη φορά πιάστηκε από το κάγκελο στο απότομο φρενάρισμα. Το corsa ήταν δίπλα του. Ήταν στον κενό χώρα που υπάρχει ανάμεσα σε θέσεις και το μηχάνημα για τα εισιτήρια. Η κοπέλα μπροστά του του έκοβε την θέα. Χωρίς να την κοιτάξει είπε ένα σιγανό συγγνώμη και πέφτοντας σχεδόν πάνω της κόλλησε τα μούτρα του στο τζάμι. Απορημένη και ενοχλημένη η κοπέλα έφυγε έντρομη από μπροστά του κάνοντας τον στην άκρη. «τρελός είσαι αγόρι μου;», του φώναξε. Ήθελε να της απαντήσει «ναι», αλλά τώρα δεν ήταν η ώρα για τέτοια. Γιατί μόλις είχε δει αυτό που περίμενε.
Καθόταν όπως πάντα με το κάθισμα τραβηγμένο τέρμα μπροστά, κοντούλα καθώς ήταν. Του το είχε δώσει μια φορά το αμάξι για να μάθει λίγο. Όταν πήγε να ξανακαθίσει στο τιμόνι είδε ότι δεν φτάνει τα πεντάλ και τράβηξε ξανά μπροστά το κάθισμα από το τέρμα πίσω που ήταν. Εκείνος γέλασε και την κορόιδεψε. Είδε ότι φορούσε και εκείνα τα μαύρα γυαλιά ηλίου που κατά την άποψη του την έκαναν να μοιάζει με μύγα. Την πρώτη φορά που την είδε να τα φορά έκανε πως έψαχνε κάτι. Όταν αυτή τον ρώτησε τι ψάχνει εκείνος απάντησε «μια μυγοσκοτώστρα να σε κοπανήσω» και άρχισε να γελά. Το ίδιο και εκείνη. Γενικά της έκανε συνέχεια τέτοιες πλάκες. Κάπως προσωπικές και καμιά φορά αρκετά χοντρές. Εκείνη όμως δεν πειραζόταν ποτέ, άλλες φορές τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα. Ίσως γι’ αυτό να την είχε ερωτευτεί τόσο. Ήταν σίγουρη για τον εαυτό της και οι χαζομάρες του δεν την πείραζαν ούτε την έκαναν να νιώθει καμία ανασφάλεια, πράμα σπάνιο για γυναίκα.
Την ομορφιά της δεν την είχε ξεχάσει, αλλά μετά από τόσο καιρό του φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ. Συνειδητοποιείσαι πόσο του είχε λείψει το πρόσωπο της. Ιδιαίτερα η φραντζούλα της, που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο γλυκιά. Εκείνη την τράβαγε συνέχεια στο πλάι. Εκείνος την έφερνε συνέχεια στα ίσα της. «μην τυχόν και την κόψεις», της έλεγε, «μάλλον τη φράντζα σου ερωτεύτηκα και όχι εσένα» συμπλήρωνε και εκείνη απλά χαμογελούσε. Μπορούσε ακόμα να την δει μπροστά του, κολλημένη στο πρόσωπο της από τον ιδρώτα, κάθε φορά που έκαναν έρωτα. Έβαλε την παλάμη στο τζάμι. Σα να μπορούσε να την χαϊδέψει έσυρε τον δείκτη πάνω κάτω στο τζάμι.
Η ανάσα του θόλωνε και ξεθόλωνε το τζάμι. Τα δυο οχήματα κουνήθηκαν και πάλι. Αν και έμειναν το ένα παράλληλα στο άλλο, φοβήθηκε μην την χάσει. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη. Με τρία κλικ βρήκε το όνομα που έψαχνε. Δίστασε. «πάρε», πρόσταξε τον εαυτό του από μέσα του. Το δάχτυλο υπάκουσε, πίεσε το κουμπί της κλήσης και το χέρι έφερε το κινητό στο αυτί του.
Άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο να δονεί το τύμπανο του και την είδε να κοιτάει προς την τσάντα της στα δεξιά. Την είχε πάντα πίσω από το χειρόφρενο. Στο δεύτερο χτύπημα είχε τα χέρια της μέσα στην τσάντα και την ψαχούλευε ρίχνοντας κλεφτές ματιές μπροστά μήπως και έπρεπε να ξεκινήσει. Όταν χτύπησε για τρίτη φορά το είχε πια στο χέρι της και έβλεπε ποιος καλούσε. Δίσταζε. Ακόμα ένα χτύπημα. «σήκωσε το ρε κούκλα μου», ψιθύρισε και τα χείλια του σχεδόν ακούμπησαν το τζάμι. Άλλο ένα χτύπημα. Κρατούσε πια την αναπνοή του. Άλλο ένα. «σε παρακαλώ», σκέφτηκε απελπισμένος. Σα να τον άκουσε πέρασε τον αντίχειρα πάνω απ’ το καντράν, πάτησε και έφερε το κινητό στο αυτί.
-παρακαλώ; Η φωνή της τον ανατρίχιασε.

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ο κυρ-Θανάσης ήτα οδηγός λεωφορείου. Την αγαπούσε τη δουλειά του, αλλά είχε αρκετά χρόνια σ’ αυτήν και ακόμα περισσότερα στην πλάτη. Επιπλέον τα νέα λεωφορεία είχαν σκληρό συμπλέκτη και «μου έχουν σακατέψει το γόνατο» όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Έτσι τα τελευταία χρόνια περίμενε πως και πως τη συνταξιοδότηση. «πέντε χρονάκια ακόμα μάγκες», είπε ένα πρωί στους συναδέλφους του. Κάθε χρόνο μετρούσε αντίστροφα, ώσπου έφτασε και η μέρα που είπε «παιδιά του χρόνου τέτοιο καιρό δεν θα’ μαι εδώ πια». Οι συνάδελφοι του που τον αγαπούσαν και τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση από την μια χαιρότανε που επιτέλους θα ξεκουραζόταν και απο την άλλη λυπότανε γιατί ένιωθαν την απώλεια ενός φίλου. «κάτσε εδώ ρε Σάκη, μήπως τι θα κάνεις μετά;», τον ρωτούσαν. «επιτέλους θα ασχοληθώ και λίγο με τον κήπο μου. Θα φυτέψω και τίποτα ζαρζαβατικά. Άντε βρε, θα στέλνω και σας τίποτα γιατί σας βλέπω πιναλέους» έλεγε και γέλαγαν όλοι. Συμπλήρωνε, «βέβαια άνθρωπος για να κάθομαι δεν είμαι. Ένας γνωστός μου δουλεύει σε ιδιωτικό σχολείο και κανόνισε να αναλάβω το σχολικό τους. Μερικά μούλικα θα κουβαλάω μωρέ. Το πρωί θα τα πηγαίνω, το απόγευμα θα τα φέρνω». «πάλι στους δρόμους ρε Σάκη», ρωτούσαν. «τι να κάνω; Το τιμόνι έμαθα εγώ. Τα γράμματα τα άφησα για την κόρη μου», έλεγε και χαμογέλαγαν ως και τα μουστάκια του, που τα είχε από τα δεκαέξι του και από τότε ουδέποτε τα έκοψε. «και μια που την ανέφερα. Αφού κατάφερα και την σπούδασα, τώρα, αν το θέλει και ο θεός, μένει να βρει ένα καλό παιδί, να χαρώ και εγώ εγγονάκια πριν κλείσω τα μάτια», έλεγε κάπως μελαγχολικά, γιατί η Χριστίνα του ούτε κουβέντα για παιδιά. «βρε χτύπα ξύλο», του φώναζε ο Πετρής, δεύτερος πιο παλιός από τους οδηγούς, «όλους θα μας θάψεις», συμπλήρωνε γελώντας και πάνω στο μεράκλομα της στιγμής, έβγαζε και λίγο ουζάκι, να πιούν πριν ξεκινήσουν δρομολόγιο.
Εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, ήταν στο « δυο χρόνια ακόμα μάγκες». Ως παλιός μπορούσε να διαλέγει τις ώρες των δρομολογίων και αυτός διάλεγε τα πρώτα γιατί δεν είχε κίνηση. Είχε βέβαια μεγάλο δρομολόγιο, γιατί το ‘2’ που είχε, ξεκινούσε από το σταθμό των τρένων και έφτανε ως το φοίνικα και μετά πάλι πίσω. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν διάλεγε κανένα πιο σύντομο δρομολόγιο, αυτός απαντούσε «τι λέτε μωρέ; Η νύφη του Θερμαϊκού δεν είναι η Θεσσαλονίκη; Οι νύφες όμορφες δεν είναι; Ε λοιπόν, εγώ βλέπω την πιο όμορφη απ’ άκρη σ’ άκρη». Ήπιε το καφεδάκι του, που έφτιαξε γι’ αυτόν η γυναίκα του, η κυρά-Μαίρη. Σαράντα χρόνια παντρεμένοι και γνωριζόντουσαν από μικρά παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια η κυρα-Μαίρη σηκωνόταν μαζί του, τις μέρες που έφευγε απ’ το ξημέρωμα. Όταν τελείωσε ο καφές κίνησε για τη δουλειά και η κυρα-Μαίρη τον συνόδευσε ως την πόρτα. Την αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά στο στόμα, όπως κάθε πρωί. Και όπως κάθε φορά της ψιθύριζε στο αυτί πως είναι ακόμα η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και την έπιανε από τον γοφό ή τους γλουτούς. Φυσικά η κυρα-Μαίρη τραβιόταν δήθεν σκανδαλισμένη και ντροπιασμένη. «κάτω τα ξερά σου γέρο-σάτυρε, μου έγινες ερωτιάρης στα γεράματα», του είπε μισογελώντας. «πάντα ήμουν», απάντησε κλείνοντας το μάτι και έφυγε.
Ήταν ακόμα σχεδόν νύχτα όταν ξεκίνησε από τον σταθμό. Μόνο ένα παλικάρι είχε ανέβει και τον ρώτησε για μια στάση. Άλλο που δεν ήθελε ο κυρ-Θανάσης, τον έβαλε να κάτσει κοντά του, να έχει και λίγο παρέα, να του πει και που να κατέβει. «ήρθες να δεις το κορίτσι ε;», γύρισε και του είπε. Ο νεαρός φάνηκε να τον πιάνουν οι ντροπές του. «ναι», είπε, «πως το καταλάβατε;». ο κυρ-Θανάσης χαμογέλασε, «φαίνεσαι», του είπε, «άλλος θα ήταν μισοκοιμισμένος και ταλαίπωρος, εσύ είσαι φρέσκος και μεσ’ στην αγωνία». Ο νεαρός χαμογέλασε.
Οι δυο τους πιάστηκαν στην κουβέντα. Μόνο δυο αλβανοί, που μάλλον πήγαιναν για δουλειά, είχαν ανέβει ως τώρα και έκατσαν πίσω. Το λεωφορείο έφτανε στην τρίτη στάση. Όσο πλησίαζε ο κυρ-Θανάσης διέκρινε μια μορφή να περιμένει στη στάση. Του φαινόταν περισσότερο για σκιά παρά για άνθρωπος και όσο πλησίαζε τόσο περισσότερο σκοτείνιαζε. Όταν πέρασε από μπροστά ο κυρ-Θανάσης αναγνώρισε ένα γυναικείο σουλούπι. Το λεωφορείο σταμάτησε και η μεσαία πόρτα άνοιξε μπροστά στην κοπέλα. Στεκόταν με το κεφάλι κατεβασμένο και τα μαλλιά της απεριποίητα και μπερδεμένα, της έκρυβαν το πρόσωπο. Λίγο πριν ο κυρ-Θανάσης το πάρει απόφαση ότι δεν θα περιμένει άλλο και κλείσει τις πόρτες , η κοπέλα έκανε το πρώτο βήμα. Φάνηκε να περπατά με δυσκολία και κάθε της βήμα έδειχνε να την πονά. Φαινόταν να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, όταν πιάστηκε από το κάγκελο και άρχισε να τραβά το κορμί της μέσα. Οι πόρτες πίσω της έκλεισαν και το λεωφορείο ξεκίνησε.
Το κορίτσι πήγε και στάθηκε μπροστά στο μηχάνημα που ακυρώνει τα εισιτήρια. Δεν χτύπησε εισιτήριο και παρόλο που το λεωφορείο ήταν άδειο δεν έκατσε και πιάστηκε από το κάγκελο με τα δυο της χέρια. Καθόταν όπως και στην στάση, σκυφτή. Φορούσε μόνο ένα φανελάκι, από εκείνα που ο κυρ-Θανάσης, όταν έβλεπε την κόρη του να τα φορά, την κορόιδευε λέγοντας της ότι την έπιασαν κορόιδο και της το πούλησαν μισό. Στο δεξί της χέρι κρέμονταν η τιράντα του σουτιέν της. «καλά δεν κρυώνει αυτό;», αναρωτήθηκε ο Κυρ-Θανάσης που την παρακολουθούσε από το καθρέφτη. Ανησυχούσε. Καταλάβαινε πως έχει κάτι. Επιπλέον δεν έμοιαζε για μεθυσμένη ή για πρεζάκι, που εμφανίζονταν συνήθως τέτοιες ώρες. Οι μεθυσμένοι έκαναν φασαρία, μιλούσαν μόνοι και έλεγαν διάφορα σε όποιον έβρισκαν πρόχειρο. Τα πρεζάκια από την άλλη πήγαιναν τρεκλίζοντας από επιβάτη σε επιβάτη ζητώντας ψιλά, προβάλλοντας χίλιες δυο δικαιολογίες. Αυτή όμως καθόταν εκεί. Ακίνητη. Το μόνο που την έβγαζε από την ακινησία της ήταν το τράνταγμα του λεωφορείου, όταν αυτό περνούσε από λακκούβες.
Την λυπήθηκε η ψυχή του. Φαινόταν ότι ήταν στον κόσμο της, ότι κάτι της είχε συμβεί, ότι ήταν σε άθλια κατάσταση. Είδε τους ώμους της να συσπώνται. Μάλλον έκλαιγε. «κοπελιά είσαι εντάξει;», φώναξε και κοίταξε ξανά στον καθρέφτη. Καμία αντίδραση. Ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε, αλλά δοκίμασε πάλι, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Και πάλι τίποτα. «πάνε ρε παλίκαρε και δες πως είναι το κορίτσι. Δε μου φαίνεται καλά». Ο νεαρός από την μία δεν ήθελε να πάει – ίσως φοβόταν – και από την άλλη την είχε λυπηθεί και αυτός. Δίστασε. «τι κωλώνεις;» του είπε ο κυρ-Θανάσης. «εγώ; Όχι απλά…», τον διέκοψε όμως ο κυρ-Θανάσης πριν προλάβει να πει οτιδήποτε. «σε παρακαλώ παιδί μου, πήγαινε» του είπε απόλυτα ήρεμα, αλλά με τέτοιο τρόπο που βάρεσε κατευθείαν στο φιλότιμο. Ο νεαρός τον κοίταξε, κοίταξε και προς την μεριά της κοπέλας και σηκώθηκε.
Πλησίασε αργά και διστακτικά χωρίς να είναι σίγουρος τι ακριβώς έπρεπε να πει. Όλα πάνω της ήταν φορεμένα βιαστικά. Τα λουρί της ζώνης ήταν απλά περασμένα από τον κρίκο, χωρίς να είναι κουμπωμένο και έχασκε πάνω της. Το παντελόνι τσαλακωμένο, φορεμένο στραβά τραβηγμένο περισσότερο προς τα αριστερά. Η τιράντα του σουτιέν κρεμόταν ακόμα και ίσως να μην ήταν καν κουμπωμένο από πίσω, αλλά αυτό μάλλον δεν την ένοιαζε καθόλου. Για την ακρίβεια τίποτα δεν έμοιαζε να την απασχολεί. Ίσως να μην ήθελε, ίσως να μην μπορούσε. Σταμάτησε σε απόσταση περίπου ενάμιση μέτρου. Την άκουσε που έπνιγε ένα λυγμό. «ε …κοπελιά;», είπε, αλλά και πάλι καμία απόκριση. Δίστασε λίγο πάλι. «είσαι καλά;», συνέχισε. Άκουσε ένα ψίθυρο, μια σπασμένη φωνή να του λέει να φύγει. Δεν ήταν όμως σίγουρος «τι;». «φύγε», είπε κάπως πιο δυνατά η κοπέλα, αλλά και πάλι η δύναμη της φωνής της πολύ απείχε από το να είναι φωνή νορμάλ ατόμου. «απλά …βασικά είσαι καλά;» είπε και πήγε να απλώσει το χέρι στον ώμο της. Πριν την ακουμπήσει όμως αυτή τινάχτηκε σαν αγρίμι. «μη μ’ ακουμπάς» τσίριξε στα μούτρα του και έκανε μια κίνηση προς το μέρος του, αλλά την άφησε στην μέση. Ο νεαρός είδε τον πόνο στο πρόσωπο της. Για την ακρίβεια ήταν το μόνο που μπορούσε να δει στο πρόσωπο της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και από τα μάτια και κάτω η μάσκαρα είχε απλωθεί σαν μουτζούρα. Τον κοιτούσε στα μάτια, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν τον έβλεπε, πως απλά κοιτούσε προς την μεριά του. Μαύρα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα της. «φύγε, φύγε», του είπε και όσο πήγαινε η φωνή της γινόταν ψίθυρος. Κρατούσε το κάγκελο με τα δυο χέρια από ψηλά και έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα. Την άκουσε να πνίγει λυγμούς και αναφιλητά. Στάθηκε για λίγο. Ήθελε κάτι να πει, κάτι να κάνει. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς. Την άφησε εκεί και γύρισε πίσω.
- δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, είπε ο κυρ-Θανάσης όταν ο νεαρός έφτασε δίπλα του, είδα τι έγινε.
- τι λέτε να έγινε;
- δεν ξέρω, δεν μπορώ να φανταστώ. Σίγουρα κάτι πολύ άσχημο. Κρίμα το κορίτσι.
- μήπως να ξαναπήγαινα;
- άστο παιδί μου, δεν θέλει βοήθεια. Τουλάχιστον όχι από μας.
Οι δυο τους δεν άλλαξαν κουβέντα ξανά. Μερικές στάσεις μετά την είδαν να πηγαίνει αργά προς την πόρτα. Όταν άνοιξε άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες. Σαν τα μικρά παιδιά, έβαζε πρώτα το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και έπειτα το άλλο στο ίδιο. Λίγο πιο κάτω, ο κυρ-Θανάσης με τον νεαρό αντάλλαξαν τα πρώτα τους λόγια. «η επόμενη στάση είναι η δική σου», είπε ο κυρ-Θανάσης. Ο νεαρός πριν κατέβει τον ευχαρίστησε και του ευχήθηκε καλή συνέχεια. Το συζήτησαν ο καθένας με την γυναίκα και την κοπελιά του αντίστοιχα. Όσο σενάρια και αν σκέφτηκαν, κανένα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό που είδαν. Την εικόνα αυτής της ανθρώπινης σκιάς θα την κουβαλούσαν για πάντα στο μυαλό του. ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ)

- γεια σου κοπελιά.
- γεια, του είπε και εκείνη.
- δεν με λες; Μήπως είσαι πάνω στην Εγνατία και παλεύεις με το μποτιλιάρισμα; , της είπε χαμογελώντας.
- ναι που το κατάλαβες; Ήταν ξαφνιασμένη.
- κοίτα στα δεξιά σου.
- τι;
- βρε κοίτα που σε λέω.
Κοίταξε προς τα δεξιά.
- που;
- λίγο πιο πάνω, στο λεωφορείο.
Έγειρε λίγο και κοίταξε προς τα πάνω. Τον είδε.
- γεια σου όμορφη, της είπε και ανοιγόκλεισε το χέρι του σα να τη χαιρετούσε.
Χαμογέλασε.
- γεια σου και σένα όμορφε.
- σε είδα και είπα να σε πάρω.
- δεν έπρεπε όμως, ξέρεις…
Δεν την άφησε να ολοκληρώσει.
- λόγο του άντρα σου; Το χαμόγελο του έσβησε, όπως και ο εύθυμος τόνος στην φωνή του.
- ναι.
- χεσμένο τον έχω τον μαλάκα. Το είπε τόσο δυνατά που αρκετοί στο λεωφορείο γύρισαν να τον κοιτάξουν.
- δεν θα έπρεπε όμως. Ξέρεις πως έχουν τα πράματα.
Την διέκοψε και πάλι.
- γιατί ρε συ; Γιατί;
- ξέρεις.
Ήξερε και αυτό τον σκότωνε. Για λίγο οι δυο τους δεν μίλησαν. Και τι να έλεγαν άλλωστε; Όσο και αν ήθελαν δεν μπορούσαν, δεν γινόταν να αλλάξουν την μοίρα τους.
- είναι επικίνδυνο αυτό. Πρέπει να κλείσουμε, του έιπε.
- όχι ακόμα, σε παρακαλώ. Άσε με να σε χαρώ.
- δεν γίνεται, ξεκινάνε και οι μπροστά, ο από πίσω θα κορνάρει.
Πράγματι τόσο το jeep, όσο και το λεωφορείο άρχισαν να κινούνται.
- γάμησε τον μαλάκα, μήπως μακριά θα πάει;
- …
- σε παρακαλώ, αυτή τη φορά μίλησε ήρεμα.
- καλά, αλλά πρέπει να προχωρήσω το αμάξι.
- λίγο όμως, μη χαθείς, θέλω να σε βλέπω.
Δίστασε λίγο.
- καλά.
Κρατούσε πάντα το κινητό με το δεξί. Πήγε να βάλει ταχύτητα με το αριστερό. Ήταν μια κίνηση που έκανε πάντα όταν ήταν μαζί στο αμάξι, γιατί το δεξί της το είχε πάντα πάνω του. Είτε θα του χάιδευε το πρόσωπο, είτε θα του κρατούσε το χέρι. Την έβλεπε που παιδευόταν, αλλά το απολάμβανε τόσο που ποτέ δεν της είπε τίποτα. Άλλωστε και εκείνη δεν προβληματιζόταν. Το απολάμβανε το ίδιο.
- το φλας βλέπω ακόμα να το κάνεις, είπε έχοντας βρει ξανά τον χαρούμενο εαυτό του.
- δε βρήκα χρόνο, είπε και χαμογέλασε.
- έχει τρεις μήνες, ξέρεις
- εεε, τι θες τα τώρα; Δεν είχα χρόνο η γυναίκα
- πες ότι ξέρεις ότι θα σε δουλέψουν στο συνεργείο επειδή είσαι άσχετη με τα αμάξια και άστα αυτά.
- η άσχετη όμως σου έκανε τη σοφερίνα κύριος
- ε …μπρος στην ξέρα
- βρε άντε από εκεί, του είπε γελώντας δήθεν πειραγμένη.
Γέλασε και αυτός. Περισσότερο γιατί την λάτρευε όταν χαμογελούσε έτσι. Τον έπιασε αμέσως μελαγχολία και δεν ήξερε τι να πει. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται, ενώ προχωρούσαν παράλληλα τα οχήματα τους.
- μου έλειψες, της είπε.
Εκείνη δεν απάντησε, μόνο χαμήλωσε λίγο το βλέμμα. Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα. Εκείνη έσπασε τη νέα σιωπή.
- στη διασταύρωση στρίβω.
- θα σε ξαναδώ;
- … δεν νομίζω, είπε μετά από δυο δευτερόλεπτα, που του φάνηκαν αιώνας.
- ένα τηλέφωνο τουλάχιστον;
- δεν ξέρω, δεν είναι καλή ιδέα, όχι ακόμα τουλάχιστον. Άσε να περάσει καιρός, να ηρεμήσουν τα πράματα.
- πόσος;
- δεν ξέρω, μη με πιέζεις, δεν μπορώ να ξέρω.
- δεν θέλω να σε πιέζω και το ξέρεις… αλλά ξέρεις πως νιώθω
- ξέρω …κοίτα …πρέπει να στρίψω. Γειά
- γεια
Κοιτάχτηκαν. Είχαν και οι δυο την ίδια θλίψη στα μάτια. Το corsa έβγαλε φλας και έστριψε, ενώ το λεωφορείο συνέχισε ίσια.
Έμεινε λίγο με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι. Ήταν κρύο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έκανε ένα βήμα πίσω και πήγε ως τον οδηγό.
- οδηγός;
- Θανάσης παιδί μου, του απάντησε ενώ συνέχισε να κοιτάζει προς το δρόμο.
- μπορείς να ανοίξεις να κατέβω;
- αδύνατον παλικάρι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Μήπως δεν νιώθεις καλά;
- όχι εντάξει. Ευχαριστώ πάντως.
Γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Η θέση του τώρα ήταν πιασμένη από μια γριά. Πήγε ως την μέση που είχε χώρο ελεύθερο και στάθηκε δίπλα στο παλικάρι που τον είχε κρατήσει. «ευχαριστώ για πριν» του είπε. «τίποτα», απάντησε αυτό, αλλά εκείνος δεν άκουσε τίποτα. Είχε ήδη περάσει τα ακουστικά στα αυτιά.
Έπεσε πάνω στο “again” των “archive”. Όταν το τραγούδι έφτασε στο σημείο που λέει:

“Without your love
You're tearing me apart
Without your love
I'm dazed in madness”


άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ. Κατέβηκε στην πρώτη στάση που έκανε το λεωφορείο.

Δευτέρα, Αυγούστου 14, 2006

να'μαι πάλι.

Δεν το είχα σκοπό ποτέ να δω αυτό το blog σαν ημερολόγιο, αλλά δε γαμώ που δε γαμώ το συγκεκριμένο διάστημα ας γράψω καμιά μαλακία.

Θέμα πρώτο: Οι ιστορίες μου. Το πρώτο που θέλω να τονίσω και να μοιραστώ μαζί σας είναι ότι, όποιος είπε ότι «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός» … γαμιέται η μάνα του. Φαντάζομε ότι έχετε καταλάβει τη φύση του προβλήματος μου (αν όχι στην πούτσα μου και τράβα σε άλλο blog γιατί εγώ το έχω δηλώσει ότι απευθύνομε σε έξυπνα άτομα).

Θέμα δεύτερο: Η δουλειά. Ω ναι! Επιτέλους έπιασα δουλειά, αλλά το μόνο για το οποίο χαίρομαι είναι τα λεφτά και τέλος. Ξανά μανά δουλειά σε net station. Όταν παραιτήθηκα από την προηγούμενη δουλειά και άρχισα να ψάχνω πάλι, μια τέτοια δουλειά ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα να αποφύγω. Ο μπαμπάς μου απορούσε και με έβριζε. Μέσα στη γενικότερη μαλακία που τον διακατέχει καμιά φορά νόμιζε πως την έχω δει ντίβα και πως μια τέτοια δουλειά θα μου έπεφτε λίγη. Εγώ πάλι δεν μίλαγα. Και τι να πω; Άντε να εξηγήσεις σε άνθρωπο που δεν μπορεί να βάλει υπότιτλους σε dvd (και είναι συνέχεια σε φάση «Νίκο έλα εδώ η μαλακία πάλι δεν έβγαλε γράμματα.» …ναι οκ άλλα βάλτα και εσύ μια φορά ρε father ένα κουμπί είναι το χριστό μου μέσα) ότι δουλεύοντας σε ένα τέτοιο μέρος “you’re about to enter a world of pain” που έλεγε και ο John Gudman στην ταινιάρα “The Big Lebowski”. Και φυσικά όπου “pain” μπορείτε άνετα να βάλετε “βλακείας” (μάλλον επιβάλλεται). Πραγματικά με πιάνει απελπισία. Η δουλειά σαν δουλειά δεν είναι και τόσο δύσκολη (αν και οχτώ ώρες ορθοστασίας μπορούν να σε γαμήσουν) και όποτε νομίζω πως είναι σκέφτομαι αυτό που είπε μια μέρα ο Κόφτης «δηλαδή αυτοί που καλοκαιριάτικα με ντάλα ήλιο μεσημέρι απλώνουν πίσσα στις εθνικές ουδούς και δρόμους, τι να πουν;», και σκάω. Το πρόβλημα είναι ο κόσμος με τον οποίον έχεις να κάνεις. Καταρχήν είναι τα πιτσιρίκια. Μιλάμε ότι είναι αμφίβολο αν έχουν διψήφιο αριθμό χρόνων και όμως έμαθαν (από τον μπαμπά και τη μαμά προφανώς) ότι είναι αυτά και κανείς άλλος. Τουπέ και ύφος επειδή εγώ πληρώνω. Κακομαθημένα του κερατά που θες να τα σπάσεις το κεφάλι («δε δουλεύει το πληκτρολόγιο κύριος» - «πώς να δουλεύει έτσι όπως το κοπάναγες» -«εγωωωωωωωωωώ;» - «ναι. εσύ, αφού σε έβλεπα» - «… … … φτιάξ’ το»). Τα μαλακισμένα χαλάνε χαλαρά δέκα με δεκαπέντε ευρώ τη μέρα. Ρε μπάσταρδο! Εμένα ο γέρος μου με δίνει πενήντα κάθε δέκα μέρες με το ζόρι και ανάθεμα με αν είδα τόσο λεφτά στην ηλικία σου όχι σε μια μέρα αλλά σε ένα τρίμηνο. Σε παρακαλώ φώναξε μια μέρα το μπαμπά σου να του χτυπήσω φιλικά τη πλάτη και να τον ρωτήσω «πόσο μαλάκας είσαι ρε φίλε;». Και μετά βγαίνουν οι γκόμενες και λένε ότι χάθηκαν οι άντρες. Λογικότατο! Άμα καίγεσαι ανηλεώς τόσες ώρες λογικό είναι να βλέπεις γκόμενα και να μην ξέρεις τι να κάνεις. Μα είναι δυνατόν;;; Τόσες ώρες πια; Μιλάμε στο μαγαζί παίζει ζευγάρι που κάθονται το λιγότερο ένα δεκάωρο. Εεεεεεε ξεκόλλα!!! Είσαι εικοσι-κάτι και αντί να γαμιέστε σαν τα κουτάβια παίζετε rpg-άδικα. For fucks sake δηλαδή. Θα με πει κανείς «δηλαδή εσυ ρε μάστορα δεν καίγεσαι;». Σαφώς. Έχω κάνει στάχτη και μπούρμπερι τον εγκέφαλο μου άπειρες φορές. Με μια μικρή διαφορά. Όποτε το έκανα και βάρεσα οχτάωρο και βάλε σε Pc δεν έκανα μόνο ένα πράμα. Έπαιξα games, διάβασα εφημερίδες blogs και άρθρα, μίλησα με κόσμο, προγραμμάτισα, άκουσα μουσική, έκανα downloads και χίλιες δυο άλλες παπαριές. Επιπλέον τις φορές που το έκανα πιο πριν είχα πάρει καμια δεκαριά τηλέφωνα για να βγω με κάποιον. Πριν ή μετά το κάψιμο φρόντιζα να έχω πηδήξει, να έχω βγει, να έχω πιει καμιά ντουζίνα μπύρες. Οι μόνες φορές που έπαιξα επί δώδεκα συναπτές ώρες football manager ήταν όσες φορές έσκαγε μύτη ο Φοίβος από Αθήνα και πλακώναμε ο καθένας από τρεις μπάφους στο σπίτι του Λούη. Συγνώμη αλλά όταν γίνεσαι τόσο χάλια όσο εμείς, το να πατάς έστω και το αριστερό κλικ είναι κατόρθωμα. Δέκα – δώδεκα ώρες linage (μόνο!) σε κατάσταση sober για μένα δεν είναι λογικό. Και η μαλακία με αυτά τα άτομα είναι ότι σε πρήζουν με μαλακίες. Ξέρουν μόνο πώς να μπουν στο κωλοπαίχνιδο και τίποτε άλλο. Άμα γίνει κάτι έρχονται πανικόβλητοι «Αμαν έγινε αυτό» …ε και εσυ τι έκανες ρε φίλε; «τίποτα» σου λέει λες και τον ρώτησες τι μαλακία έκανε. Όχι καλό μου παιδί, εννοώ τι σκατά έκανες για να λύσεις το γαμημένο πρόβλημα. Δε λέω να γίνεις εξπερ στα Pc, αλλά γαμώτι μου κάνε μια προσπάθεια. Δηλαδή σε όλη σου τη ζωή έτσι είσαι; Όταν γίνει κάτι πανικοβάλλεσαι κοκαλώνεις και κλαις για βοήθεια;;; αυτή η μαλακισμένη η μάνα σου μια φορά δεν σε άφησε να παίξεις μόνος με τα τουβλάκια σου;;; (δανεισμένο από την triantara …εδώ περισσότερα). Τόση ανημποριά πια; (αγαπητέ αναγνώστη θα σε μπερδέψω για άλλη μια φορά πηδώντας από θέμα σε θέμα). Μιλάμε πέρναγα δίπλα από ένα παλικάρι κοντά στα δεκατέσσερα και το ακούω να σιγοτραγουδά κάτι σκυλο-pop. WTF??? πας καλά αγόρι μου;;; έφηβος είσαι το χριστό μου. Υποτίθεται το γαμημένο σου το αίμα βράζει και είσαι στη φάση που προσπαθείς να κάνεις οτιδήποτε δεν κάνουν οι άλλοι. Αλλά όχι! Εσυ εκεί. Τσάμπα μαγκιά, counter strike, Παπαρήζου, ανημποριά και αγαμησιά. Και άντε. Τους πελάτες ποιος τους γαμεί (κανείς βέβαια αλλά αλλού το πάω). Έρχονται, ανοίγεις τα μηχανήματα, κάθονται, καίγονται και φεύγουν. Όταν οι συνάδελφοι σου είναι τα ίδιο καψιματίες;;; το ίδιο τρομπαδούροι; (Μπαμπινιότη καριόλη θα ζητήσω κλοπιράιτ για τους όρους). Μιλάμε έπεσα σε κατάθλιψη. Έχοντας υπόψη τις προηγούμενες εμπειρίες μου με τέτοια μαγαζιά σκέφτηκα να υποβάλω παραίτηση πριν καλά καλά αρχίσω. Μιλάμε για άτομα πιο καμένα και από τους πελάτες (το τσάμπα είναι πάντα πιο γλυκό) και μηδαμινή ζωή. Είδα μερικούς από τους μέλλοντες συναδέλφους να είναι εκεί τρεις ώρες πριν την οχτάωρη βάρδια μου και να συνεχίζουν αφού εγώ την έχω κάνει. Και αυτό σε καθημερινή βάση. Μιλάμε τα άτομα κουβέντα. Τίποτα. Στην κοσμάρα τους. Μόνο μουρμούρες άμα δεν προλάβαιναν κανένα Item. Αει γεια δηλαδή. Και στο προηγούμενο net station Που δούλευα έτσι ήταν. Από τα δώδεκα άτομα με τον ένα μπορούσα να βγω για μπύρα (μετά από τρεις ώρες όμως ξενέρωνα) και έναν απλά τον συμπαθούσα κάπως για τον απλό λόγο του ότι ήταν στην πουτσάρα του (αλλά και πάλι συνεννόηση μηδέν). Με έβλεπαν να είμαι ο καινούργιος στο μαγαζί και ένας/μια δεν μπήκε στον κόπο να πει ένα γειά ή να συστηθεί. Ας ώψεται η Σοφία που είναι ψιλουπεύθυνη για εκεί μέσα που μου γνώρισε κανα δυο (οι οποίοι είναι επίσης για να τους πιάσεις από τον ώμο και να πεις «ρε φίλε. Γαμείς καθόλου;»). Η οποία Σοφία btw είναι ένας κορίτσαρος και άρχισα να ανησυχώ όταν δεν της την έπεσα με την μια και αντ’ αυτού άρχισα να λέω συνέχεια παπαριές (με τις οποίες γελούσε πράμα που σημαίνει ότι είναι και γαμω τα άτομα). Ησύχασα όταν μπήκε μια αγγλίδα την οποία σκίστηκα να εξυπηρετήσω, ενώ πριν έγραφα κόσμο στ’ αρχίδια μου «δεν ξέρω, συγγνώμη, καινούργιος είμαι, ρώτα την κοπελιά εκεί πέρα». Υποθέτω πως απλά προτιμώ να της λέω μαλακίες πάνω στη δουλειά, παρά βρωμόλογα πάνω στο γαμήσι. Τέσπα. Ελπίζω να είμαι πολύ λάθος στις προβλέψεις μου, αλλά κάτι μέσα μου λέει πως σε κάνα μήνα θα διαβάζετε από εδώ πως παραιτήθηκα και πάλι (ή πως έπεσα στην πρέζα).

Θέμα τρίτο: Η αγαπητή Uba έδωσε το έναυσμα για τη σκέψη και η επιφώτηση ήρθε πάνω στο χέσιμο. Ρε φίλε δεν ξέρεις πόσο σε λυπάμαι. Αρχικώς ήθελα να σε μπινελικώσω μετά όμως το ξανασκέφτηκα. Θυμήθηκα πότε εγώ είχα πρόβλημα με το γεγονός ότι η πρώην μου είχε εμπειρίες. Ήταν όταν ήμουν με τη Θεοδώρα (άραγες το γεγονός ότι την θυμήθηκα χέζοντας να σημαίνει κάτι;). Χωρίς πολλά πολλά και εισαγωγές απλά θα πω ότι η κοπέλα για την ηλικία της το λαλούσε μια χαρά. Η σκέψη έχει δυο σκέλη. Το πρώτο είναι ότι ως τότε δεν είχα κάνει σεξ με καμία έμπειρη. Μαζί της είδα για πρώτη φορά το φως το αληθινό. Αν η γκόμενα ξέρει, απλά γουστάρεις. Δεν νομίζω να χρειάζεται να πω περισσότερα για το θέμα πιστεύω και οι έμπειρες ανοίγουν στο σκορ κόντρα στις άπειρες. Κάπου εδώ ένας εκ των Αρχιμίδη – Αλέκο θα πει ότι αυτές είναι μόνο για γαμήσι και όχι για σχέση. Συγγνώμη μάστορα, αλλά εδώ βάρεσες δοκάρι. Η λογική σου σου λέει ότι επειδή πήγε με πολλούς θα πάει και με άλλους ενώ είναι μαζί σου. Ωραία και αυθαίρετη μαλακία. Είπαμε δοκάρι και το 1-0 παραμένει. Και με τη μαλακία αυτή μόλις κέρδισαν πέναλτι η έμπειρες. Γιατί η έμπειρη ως έμπειρη δεν έχει κανένα πρόβλημα να σου πει τι θέλει. Μπορεί γαμήσι μπορεί και σχέση. Το θέμα είναι πως θα το μάθεις. Αφήνουμε το απλά γαμήσι (που σιγά και δεν σε χάλάσε αλλά λέμε τώρα) και πάμε στη σχέση. Όταν μια γκόμενα έχει πάει με πολλούς και καταλήγει σε σένα, αυτό δεν σου λέει κάτι; Εμένα πολλά πάντως. Γιατί όποτε έγινε τονώθηκε η αυτοπεποίθηση μου, για τον απλούστατο λόγο ότι σκέφτηκα το εξής: «έχει πάει με αρκετούς, έχει δει τι παίζει και αποφασίζει με βάση την εμπειρία της και ανάμεσα σε τόσους ότι εγώ της κάνω». Με βάση τα όσα είπαμε για την ειλικρίνεια της γκόμενας θες και τίποτε άλλο; Παίρνει φόρα, εκτελεί και 2-0. (το γεγονός ότι είναι αρκετά ειλικρινής και δεν θα λέει άλλα και θα εννοεί άλλα το λογίζω απλά ως καλή ευκαιρία – ξυστά απ’ το δοκάρι). Η συνέχεια της τόνωσης της αυτοπεποίθησης μου ήρθε πάνω στο χέσιμο θυμούμενος τη Θεοδώρα. Τι με πείραζε; Το γεγονός ότι δεν πίστευα σε μένα. Ότι δεν είχα αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Η σύγκριση με πείραζε. Πια σύγκριση; Αυτή με τους πρώην. Δεν είχα πολλές εμπειρίες ως τότε, ήμουν και 19 χρονών σκατό οπότε ανησυχούσα για πολλά πράματα. Πίστευα ότι δεν θα αντέξω στη σύγκριση με τον γκόμενο που ήταν 4 χρόνια μαζί, με τον τύπο που ήταν εικοσιφεύγα τότε, με τον τύπο για τον οποίο παράτησε τον πρώτο γκόμενο, με τον τύπο που το σεξ ήταν καταπληκτικό μαζί του. Όσο και αν μου έλεγε ότι εγώ σε όλα ήμουν καλύτερος από όλους μαζί και σε όλους τους τομείς εγώ δεν την πίστευα, γιατί πρώτα πρώτα δεν με πίστευα εγώ. Φυσικά αυτό με οδήγησε στην σκέψη ότι αργά ή γρήγορα θα μου την κάνει την μαλακία, οπότε της την έκανα πρώτος. Η καφρίλα που της έκανα είναι πιθανόν ότι χειρότερο έκανα ποτέ σε άνθρωπο και το σκυλομετανιώνω ακόμα. Πιστεύω δε ότι δε θα έχω τα παπάρια να την κοιτάξω στα μάτια. Αρκετά χρόνια μετά πήρα μπρος (κυρίως χάρη στην Πηνελόπη – η οποία μαζί με την Θεοδώρα ήταν σταθμοί για μένα) και έφτασα στο σημείο πριν λίγο καιρό οπόταν ήμουν και με την Βάσω να μην αγχώνομαι καθόλου. Και μιλάμε για μια Βάσω παντρεμένη για αρχή και που μου είπε ότι σε κάποια φάση της ζωής της την είδε «Εγώ είμαι ελεύθερη και ότι θέλω και με όποιον θέλω κάνω». Αριθμό δεν ρώτησα φαντάζομαι ότι ήταν αρκετοί όμως γιατί η φάση κράτησε κανα δίχρονο. Μου το είπε και ήμουν cool. Φαντάζομαι πως βοήθησε και το γεγονός ότι κάναμε επικά γαμήσια. Άρα ο πρωταρχικός σας φόβος κύριε Αρχιμήδη και κύριε Αλέκο είναι η ανασφάλεια σας και κατ' επέκταση ότι φοβάστε τη σύγκριση. Άρα ξέρετε πως κάτι δεν πάει καλά με εσάς τους ίδιους και δεν θα μπορούσατε να κρατήσετε μια κάποια που δεν είναι στον κόσμο της άγνοιας (επαναλαμβάνω δείτε το κείμενο για περισσότερα). Λυπάμαι άλλα αυτογκόλ και 3-0 (γιατί το να είσαι ανασφαλής είναι κάτι συνηθησμένο. Το να μην κάνεις κάτι και να βολεύεσε με οτι δεν ενοχλεί (σκατά ρήμα έβαλα - ίσως το αλλάξω) την ανασφάλεια σου είναι δικιά σου μαλακία). Το παιχνίδι όπως και αν έχει δεν σώζεται. Δεν μιλάω για παρτόλες. Μιλάω για κοπέλες που δεν φοβήθηκαν να κάνουν επιλογές σωστές ή λάθος. Για αυτές που είχαν, έχουν και πολύ θέλω να συνεχίσουν να έχουν ερωτική και κοινωνική ζωή (ναι πρέπει να έχει φίλους και φίλες για να μην την τρως στην μάπα συνέχεια). Μιλάω για κοπέλες που δεν θα σου γίνουν στενός κορσές ώστε να υποχρεώνεσαι και από πάνω. Μιλάω για κοπέλες που δεν εισβάλουν στη ζωή σου ή κάνουν την δική σου δική τους, αλλά γι’ αυτές που έχουν ζωή και επιλέγουν να την μοιράζονται μαζί σου (όσο αυτή επιλέγει και για μένα είναι το σωστό). Μιλάω για υγιώς σκεπτόμενες κοπέλες για της οποίες ένα γαμήσι λιγότερο ή περισσότερο που έκανες ή έκανε δεν σημαίνει τίποτε απολύτως γιατί τώρα τη νοιάζει μόνο το γαμήσι μαζί σου. Και αν όντως τη νοιάζει μόνο αυτό δεν είναι δικό σου θέμα, άλλα δικό της. Εσύ μπορείς να επιλέξεις απλά αν θα την πιστέψεις ή αν θα αφήσεις την ανασφάλεια σου να σε φάει.

Θέμα τέταρτο: Θεσσαλονίκη – Δράμα. Πολλές από αυτές τις γραμμές γράφτηκαν στο λεωφορείο από Θεσσαλονίκη για Δράμα. Ως εκ τούτου μου βγήκαν τα μάτια (έχω που έχω γραφικό χαρακτήρα μικρού παιδιού ήρθε και το κούνημα και έδεσε) για να τα αντιγράψω για να μην βγουν και τα δικά σας (κουφάλες πείτε ευχαριστώ που σας σκέφτομαι αλλιώς την επόμενη φορά θα σκανάρω τα χειρόγραφα μου και θα κλαίτε). Για αρχή χάρηκα καθώς έβλεπα ένα σωρό όμορφα γκομενάκια να φτάνουν από κάθε σημείο της Ελλάδας. Και χάρηκα γιατί αυτό αυξάνει δραματικά τις πιθανότητες να γαμήσω τίποτα της προκοπής το χειμώνα (το καλοκαίρι συνήθως κάνω μαλακίες). Μετά όμως συγχύστηκα. Πήγα πήρα το Βαβέλ (ναι ναι είναι μεγάλη πηγή έμπνευσης) του Αυγούστου. Όπως το διάβαζα σκοτώθηκα στο γέλιο. Κάποιες μαλάκισμένες και κάποιοι μαλακισμένοι με κοίταξαν περίεργα. Καλά ρε ζώα δεν βλέπεται ότι διαβάζω; Εκτός και αν τόσες ώρες μπροστά στην tv ξεχάσατε τι είναι πια. Τόσο κακό είναι ρε κακόμοιρα όντα που εκφράζω δημόσια τα συναισθήματα μου; δεν το ήξερα ότι θα έπρεπε να είμαι ανέκφραστος επειδή περιμένω ένα κωλοκτελ. Αει γαμηθείτε. Επιπλέον ρε μαλάκα νεοέλληνα γαμώ την ανημποριά σου. Μάθε να προσαρμόζεσαι και σταμάτα την γκρίνια. Από τον φόβο της αυξημένης κίνησης λόγο δεκαπενταύγουστου έβαλαν έκτατο δρομολόγιο δεκαπέντε λεπτά πριν το κανονικό. Είδαν ότι και τα δυο μαζί έβγαζαν ένα κανονικό και τα συγχώνευσαν. Αλλαγή στα εισιτήρια δε μπορούσε να γίνει και όπως ήταν φυσικό υπήρξαν περιπτώσεις όπου δυο άτομα είχαν τον ίδιο αριθμό θέσης. Ο μαλάκας ο νεοέλληνας κάθεται και μαλώνει γιατί λέει «δεν έχω καμία όρεξη να κάτσω και να με σηκώσουν». Βρε μαλάκα δεν άκουσες; Έκαναν τα δυο ένα. Δες πίσω. Άδειο είναι το γαμημένο το λεωφορείο πάνε και κάτσε και σκάσε. Και όχι η κυβέρνηση, και όχι το κράτος και όχι στην Γερμανία δεν έχει τέτοια (ε γαμήσου και τράβα πίσω ρε λαζογερμανέ μαλάκα άμα σε αρέσει τόσο). Δέκα λεπτά για να έρθει ο οδηγός και να πει στο τέλος «εγώ βάζω μπρος και όποιος θέλει ας κάτσει». Γαμω την γκρίνια μου μέσα δηλάδη.

Ήθελα να γράψω και μερικά ακόμα αλλά από την μια αυτό είναι ήδη σεντόνι και από την άλλη είναι αργά. Όσο για τις ιστορίες μου έχω κολλήσει κάπου αλλά ευελπιστώ να το ξεπεράσω γρήγορα. Αυτά.

Σάββατο, Αυγούστου 12, 2006

miso lepto paidia...

Επιστρέψω λίαν συντόμως – το πολύ ως αύριο το βράδυ – με σκέψεις, news και την τρίτη ιστορία της εξαλογίας μου. Το βράδυ μετά της 1 που τελειώνω δουλειά στρώνομαι στο γράψιμο οπότε stay tuned.