ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Τετάρτη, Αυγούστου 23, 2006

Βραδινή έξοδος

Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έγειρε να ρίξει μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο. «γαμώ τον κολώκαιρο μου», μουρμούρισε.
Άνοιξε την πόρτα και στάθηκε. Έριξε ένα βλέμμα γύρω γύρω μήπως ξέχασε κανένα φως ανοιχτό ή καμιά βρύση να τρέχει. Έπειτα πέρασε τα χέρια πάνω από τις τσέπες του παντελονιού και του μπουφάν του. « κινητό, τσιγάρα, αναπτήρας, ταυτότητα, λεφτά και κλειδιά στο χέρι», σκέφτηκε. Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα. Πριν όμως κάνει το πρώτο βήμα το άφησε και πάλι. Πήγε κάπως βιαστικά προς το δωμάτιο του, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Γύρισε τυλίγοντας τα ακουστικά γύρω από το discman. Το έβαλε στο μπουφάν, βγήκε και κλείδωσε.
Στη στάση περίμενε ακόμα μια κυρία κοντά στα εξήντα. Όταν έφτασε κοιτάχτηκαν φευγαλέα, χωρίς να δώσουν σημασία ο ένας στον άλλο. Κοίταξε προς την μεριά του δρόμου απ’ όπου περίμενε το λεωφορείο. Δεν πρόλαβε να ανάψει καλά καλά το τσιγάρο του όταν αυτό φάνηκε στο βάθος.
«άντε γαμήσου», ψιθύρισε. Η κυρία δίπλα του φαίνεται πως τον άκουσε και γύρισε αμέσως να τον κοιτάξει με αποδοκιμασία και δυσαρέσκεια στο βλέμμα της. Την κοίταξε και αυτός σηκώνοντας κάπως τα φρύδια του. «άσε μας τώρα κυρά μου», σκέφτηκε. Λες και ήξερε η γριά πως είναι να ανάβεις τσιγάρο και μετά από δυο τραβιξιές να αναγκάζεσαι να το πετάς.
Άρχισε να ρουφάει γρήγορα και βαθειά. Η κίνηση στο δρόμο θα του έδινε λίγο χρόνο ακόμα, αλλά όπως και αν είχε δεν θα το απολάμβανε όπως θα ήθελε και είχε σχεδιάσει.
Όταν το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά του, το τσιγάρο του ήταν κάπου στη μέση. Τράβηξε μια τελευταία βαθειά τζούρα, που τον αναγούλιασε κάπως και το πέταξε στο δρόμο μπαίνοντας.
Το λεωφορείο ήταν μεσογεμάτο. Έψαξε για θέση καθώς χτυπούσε εισιτήριο. Ανακάλυψε μια άδεια κάπου στη μέση και πήγε να κάτσει. Έβγαλε το discman από το μπουφάν του και το ακούμπησε στα πόδια του καθώς ξετύλιγε τα ακουστικά. Είχε ήδη το δάχτυλο έτοιμο στο play και έτσι μόλις στερέωσε τα ακουστικά στα αυτιά του το πάτησε.
Με το που άκουσε μελωδίες στα αυτιά του, έγειρε το κεφάλι του στο παράθυρο. Άνοιξε και άλλο την ένταση ως το σημείο που δεν άκουγε τίποτε άλλο εκτός από την μουσική του. Ούτε φωνές, ούτε κόρνες, μόνο μουσική. Ήταν στον κόσμο του πια. Αποκομμένος τελείως από το περιβάλλον γύρω του.
Όταν έκλεισε και τα μάτια του, το σκηνικό ολοκληρώθηκε. Δεν είχε πια ανθρώπους γύρω του, δεν ήταν πια σε λεωφορείο. Ένιωσε σα να βρίσκεται σπίτι του, στο δωμάτιο του, όπου άκουγε μουσική με την ένταση στο τέρμα και τον ίδιο είτε καθιστό να προσποιείται πως παίζει κρουστά, είτε όρθιο να κουνάει τα δάχτυλα στον αέρα σα να παίζει κιθάρα. Δεν έκανε εδώ κάτι τέτοιο – είχε ακόμα συναίσθηση του που βρίσκεται – απλά άρχισε να χτυπά ρυθμικά τα δάχτυλα στο γόνατο του.
Υπάρχουν άνθρωποι που απλά ακούν την μουσική, άλλοι βλέπουν τις νότες και άλλοι βλέπουν χρώματα. Ο ίδιος, ακούγοντας μουσική, από την άλλη έβλεπε εικόνες. Αν ήξερε καλά το συγκρότημα που άκουγε εκείνη την ώρα τους φανταζόταν στη σκηνή να παίζουν (καμιά φορά με εκείνον ανάμεσα τους), άλλες φορές έβλεπε σκηνές από ταινίες που είχε δει και ταίριαζαν, κατά την άποψη του, στο ρυθμό που άκουγε. Η σκηνή, συνήθως, ήταν αλλαγμένη, σύμφωνα πάντα με τη δική του καλλιτεχνική και σκηνοθετική άποψη. Άλλοτε πάλι έβλεπε ιστορίες. Βουβές και άχρωμες. Μόνο τα κεντρικά πρόσωπα και τη δράση. Τα λόγια ή την υπόθεση μπορούσε πάντα να τα προσθέσει αργότερα, όταν σε κατάσταση ηρεμίας θα ανακαλούσε από τη μνήμη του τις εικόνες. Το σημαντικό γι’ αυτόν ήταν η ιστορία. Το τι γινόταν. Το πώς. Το γιατί ήταν κάτι που θα έβγαινε μετά, αφού θα είχε γίνει μάρτυρας των γεγονότων.
Αυτή τη φορά όμως το μυαλό του ήταν άδειο. Κενό. Με όσα είχαν γίνει το τελευταίο τρίμηνο, είχε χάσει την έμπνευση του, τη ζωντάνια και την όρεξη του. Σίγουρα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή έπαιζε και το ρόλο του το γεγονός ότι το λεωφορείο βρισκόταν σε ένα συνεχές σταμάτα-ξεκίνα. Ο τελικός προορισμός αργούσε αργούσε, αλλά αυτός είχε συνέχεια το νου του στο που βρίσκεται.
Γιατί όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και αυτός είχε την φοβία του. Ο ανεξήγητος και αδικαιολόγητος φόβος μήπως μείνει τυφλός, τον είχε βάλει στη διαδικασία να μάθει και να απομνημονεύει διάφορα πράματα. Ήλπιζε ότι έτσι θα ήταν προετοιμασμένος για το γεγονός, αν αυτό συνέβαινε ποτέ. Είχε μάθει πόσα βήματα και στροφές χρειαζόταν για να πάει στη κουζίνα ή το μπάνιο. Τη διαδρομή για το ασανσέρ, για το περίπτερο της γειτονιάς ή την στάση του λεωφορείου. Μια φορά μάλιστα θέλησε να δει την πρακτική εφαρμογή όσων θυμόταν και ξεκίνησε από το δωμάτιο του για να πάει ως το περίπτερο με κλειστά μάτια. Το πείραμα έληξε άδοξα, όταν μπαίνοντας στο ασανσέρ θέλησε ψηλαφίζοντας να βρει τα κουμπιά. Άπλωσε τα χέρια και έψαξε για τα κουμπιά, αλλά αντ’ αυτών ακούμπησε σε κάτι μαλακό που αποδείχτηκε ότι ήταν τα βυζιά της γειτόνισσας. Η σφαλιάρα που έφαγε ήταν ικανή να το κάνει να χάσει στα αλήθεια το φως του.
Με το συγκεκριμένο λεωφορείο ήξερε ότι δώδεκα στάσεις για να φτάσει στο προορισμό του. Εν μέσω κανονικής κίνησης στο δρόμο, μπορούσε να καταλάβει που βρίσκεται και πόσο δρόμο ήθελε ακόμα, χωρίς να χρειάζεται να ανοίξει πολλές τα μάτια του, διακόπτοντας έτσι τις ονειροπολήσεις του.
Στην αρχή τις διαδρομής μπόρεσε να καταλάβει τις στάσεις. Οι πόρτες άνοιγαν και τον χτυπούσε το κρύο ρεύμα, δείγμα ότι ο χειμώνας ήταν προ των πυλών. Όμως σε κάποια στιγμή κάποιος ή κάποια είχε τη φαεινή ιδέα να ανοίξει παράθυρο και το ρεύμα τον χτύπαγε έτσι και αλλιώς.
Το λεωφορείο είχε μπει πια στην εγνατία. Η κίνηση ήταν τώρα ακόμα μεγαλύτερη και το ‘σταμάτα’ κρατούσε περισσότερο από το ‘ξεκίνα’. «τι μαλάκας που είσαι ρε Γιάννη», σκέφτηκε. Παρασκευή βράδυ και αυτός τον έπαιρνε τελευταία στιγμή για να έξοδο. Λες και δεν ήξερε ότι μένει στου διαόλου τον πατέρα. Όταν τον είχε πάρει ο Γιάννης τηλέφωνο στην αρχή σκέφτηκε να μην πάει. Από την άλλη όμως η κλεισούρα τόσων ημερών είχε αρχίσει να του τη δίνει στα νεύρα. Μια μπύρα στον έξω κόσμο έμοιαζε ως μια καλή ιδέα, την οποία όμως τώρα είχε αρχίσει να μετανιώνει.
Το απότομο φρενάρισμα και το τράνταγμα τον έκαναν να κοπανήσει το κεφάλι του στο τζάμι. Άνοιξε τα μάτια διάπλατα περισσότερο από ενόχληση για το συμβάν παρά από πόνο. Κοίταξε αγριεμένα προς την μεριά του οδηγού λες και αυτός μπορούσε να τον δει. Μη σίγουρος για το ποια θα ήταν η ένταση της φωνής του, λόγω της μουσικής που άκουγε, πέταξε ένα ξέπνοο «’ντε γαμήσου». Έβαλε το χέρι στο τζάμι και ακούμπησε το κεφάλι του πάνω κλείνοντας τα μάτια.
Τα ξανάνοιξε σχεδόν στιγμιαία. Άρχισε να ξηλώνει τα ακουστικά από τα αυτιά του. Αυτό ήταν κάτι που για να το δει, για να το καταλάβει, θα έπρεπε να μη βρίσκεται πια στον κόσμο του. Ο θόρυβος της μηχανής, τα αμάξια έξω, οι φωνές και οι μουρμούρες που ακουστήκανε στο κεφάλι του απότομα, τον βοήθησαν σε αυτό.
Έγειρε το κεφάλι του μπροστά και κόλλησε τα μούτρα του στο τζάμι. Στη διπλανή λωρίδα, το μικρό κίτρινο corsa έμοιαζε σα φυλακισμένο ανάμεσα σε ένα jeep και μια Mercedes. Ακινητοποιημένο και αυτό στην κίνηση, είχε μπροστά του το jeep και πίσω του την Mercedes. Ο οδηγός της Mercedes είχε αφήσει μισό με ένα μέτρο περισσότερο απόσταση απ’ όσο αφήνουν συνήθως. Ίσως ο οδηγός να ήταν νέος ή απλά ο τύπος να είχε ψώνιο με το αμάξι του και ήταν ιδιαίτερα προσεχτικός. Όπως και αν είχε η απόσταση αυτή ήταν που άφηνε να φανεί το πίσω δεξιά φλας του corsa. Το σπασμένο πίσω δεξιά φλας.
Άρχισε να σηκώνεται από τη θέση του. «το αριστερό ή το δεξί ήταν μωρέ γαμώτο;», σκέφτηκε. Η αμφιβολία αυτή όμως δεν τον εμπόδισε καθόλου. Έπρεπε να δει, να μάθει. «και αν είναι; Μετά; Τι κάνω δηλαδή;», σκέφτηκε. Δεν τον ένοιαξε. Προσπαθούσε να χωρέσει το discman στο μπουφάν του. Προχωρούσε παραμερίζοντας κόσμο και είχε τα μάτια καρφωμένα στο corsa. Όσο πλησίαζε τόσο του φαινόταν και πιο γνωστό. Το discman δεν έλεγε να χωρέσει. Γύρισε το βλέμμα του για να δει τι ακριβώς δεν το αφήνει να μπει. Εκείνη την ώρα το λεωφορείο ξαναμπήκε στη φάση του ξεκίνα. Το λεωφορείο ξεκίνησε απότομα και όπως ήταν αφηρημένος με το discman έχασε την ισορροπία του. Παραπάτησε προς τα πίσω, άλλα για καλή του τύχη ένα παλικάρι τον έπιασε πριν σωριαστεί ή πέσει πάνω σε καμιά γριά και την παρασύρει μαζί του. Πέταξε ένα αφηρημένο «ευχαριστώ» προς την μεριά του παλικαριού και έτρεξε ίσια μπροστά. Είχε δει την κίνηση από δίπλα να ελευθερώνεται και το corsa να προχωρά. Περνούσε άγαρμπα μέσα από κόσμο, αλλά δεν το καταλάβαινε, δεν το ένοιωθε. Κάτι μουρμούρες και μπινελίκια που πετάχτηκαν δεν έγιναν ποτέ αντιληπτά. Τα δυο οχήματα σταμάτησαν και πάλι. Αυτή τη φορά πιάστηκε από το κάγκελο στο απότομο φρενάρισμα. Το corsa ήταν δίπλα του. Ήταν στον κενό χώρα που υπάρχει ανάμεσα σε θέσεις και το μηχάνημα για τα εισιτήρια. Η κοπέλα μπροστά του του έκοβε την θέα. Χωρίς να την κοιτάξει είπε ένα σιγανό συγγνώμη και πέφτοντας σχεδόν πάνω της κόλλησε τα μούτρα του στο τζάμι. Απορημένη και ενοχλημένη η κοπέλα έφυγε έντρομη από μπροστά του κάνοντας τον στην άκρη. «τρελός είσαι αγόρι μου;», του φώναξε. Ήθελε να της απαντήσει «ναι», αλλά τώρα δεν ήταν η ώρα για τέτοια. Γιατί μόλις είχε δει αυτό που περίμενε.
Καθόταν όπως πάντα με το κάθισμα τραβηγμένο τέρμα μπροστά, κοντούλα καθώς ήταν. Του το είχε δώσει μια φορά το αμάξι για να μάθει λίγο. Όταν πήγε να ξανακαθίσει στο τιμόνι είδε ότι δεν φτάνει τα πεντάλ και τράβηξε ξανά μπροστά το κάθισμα από το τέρμα πίσω που ήταν. Εκείνος γέλασε και την κορόιδεψε. Είδε ότι φορούσε και εκείνα τα μαύρα γυαλιά ηλίου που κατά την άποψη του την έκαναν να μοιάζει με μύγα. Την πρώτη φορά που την είδε να τα φορά έκανε πως έψαχνε κάτι. Όταν αυτή τον ρώτησε τι ψάχνει εκείνος απάντησε «μια μυγοσκοτώστρα να σε κοπανήσω» και άρχισε να γελά. Το ίδιο και εκείνη. Γενικά της έκανε συνέχεια τέτοιες πλάκες. Κάπως προσωπικές και καμιά φορά αρκετά χοντρές. Εκείνη όμως δεν πειραζόταν ποτέ, άλλες φορές τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα. Ίσως γι’ αυτό να την είχε ερωτευτεί τόσο. Ήταν σίγουρη για τον εαυτό της και οι χαζομάρες του δεν την πείραζαν ούτε την έκαναν να νιώθει καμία ανασφάλεια, πράμα σπάνιο για γυναίκα.
Την ομορφιά της δεν την είχε ξεχάσει, αλλά μετά από τόσο καιρό του φάνηκε πιο όμορφη από ποτέ. Συνειδητοποιείσαι πόσο του είχε λείψει το πρόσωπο της. Ιδιαίτερα η φραντζούλα της, που την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο γλυκιά. Εκείνη την τράβαγε συνέχεια στο πλάι. Εκείνος την έφερνε συνέχεια στα ίσα της. «μην τυχόν και την κόψεις», της έλεγε, «μάλλον τη φράντζα σου ερωτεύτηκα και όχι εσένα» συμπλήρωνε και εκείνη απλά χαμογελούσε. Μπορούσε ακόμα να την δει μπροστά του, κολλημένη στο πρόσωπο της από τον ιδρώτα, κάθε φορά που έκαναν έρωτα. Έβαλε την παλάμη στο τζάμι. Σα να μπορούσε να την χαϊδέψει έσυρε τον δείκτη πάνω κάτω στο τζάμι.
Η ανάσα του θόλωνε και ξεθόλωνε το τζάμι. Τα δυο οχήματα κουνήθηκαν και πάλι. Αν και έμειναν το ένα παράλληλα στο άλλο, φοβήθηκε μην την χάσει. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη. Με τρία κλικ βρήκε το όνομα που έψαχνε. Δίστασε. «πάρε», πρόσταξε τον εαυτό του από μέσα του. Το δάχτυλο υπάκουσε, πίεσε το κουμπί της κλήσης και το χέρι έφερε το κινητό στο αυτί του.
Άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο να δονεί το τύμπανο του και την είδε να κοιτάει προς την τσάντα της στα δεξιά. Την είχε πάντα πίσω από το χειρόφρενο. Στο δεύτερο χτύπημα είχε τα χέρια της μέσα στην τσάντα και την ψαχούλευε ρίχνοντας κλεφτές ματιές μπροστά μήπως και έπρεπε να ξεκινήσει. Όταν χτύπησε για τρίτη φορά το είχε πια στο χέρι της και έβλεπε ποιος καλούσε. Δίσταζε. Ακόμα ένα χτύπημα. «σήκωσε το ρε κούκλα μου», ψιθύρισε και τα χείλια του σχεδόν ακούμπησαν το τζάμι. Άλλο ένα χτύπημα. Κρατούσε πια την αναπνοή του. Άλλο ένα. «σε παρακαλώ», σκέφτηκε απελπισμένος. Σα να τον άκουσε πέρασε τον αντίχειρα πάνω απ’ το καντράν, πάτησε και έφερε το κινητό στο αυτί.
-παρακαλώ; Η φωνή της τον ανατρίχιασε.

(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Ο κυρ-Θανάσης ήτα οδηγός λεωφορείου. Την αγαπούσε τη δουλειά του, αλλά είχε αρκετά χρόνια σ’ αυτήν και ακόμα περισσότερα στην πλάτη. Επιπλέον τα νέα λεωφορεία είχαν σκληρό συμπλέκτη και «μου έχουν σακατέψει το γόνατο» όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Έτσι τα τελευταία χρόνια περίμενε πως και πως τη συνταξιοδότηση. «πέντε χρονάκια ακόμα μάγκες», είπε ένα πρωί στους συναδέλφους του. Κάθε χρόνο μετρούσε αντίστροφα, ώσπου έφτασε και η μέρα που είπε «παιδιά του χρόνου τέτοιο καιρό δεν θα’ μαι εδώ πια». Οι συνάδελφοι του που τον αγαπούσαν και τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση από την μια χαιρότανε που επιτέλους θα ξεκουραζόταν και απο την άλλη λυπότανε γιατί ένιωθαν την απώλεια ενός φίλου. «κάτσε εδώ ρε Σάκη, μήπως τι θα κάνεις μετά;», τον ρωτούσαν. «επιτέλους θα ασχοληθώ και λίγο με τον κήπο μου. Θα φυτέψω και τίποτα ζαρζαβατικά. Άντε βρε, θα στέλνω και σας τίποτα γιατί σας βλέπω πιναλέους» έλεγε και γέλαγαν όλοι. Συμπλήρωνε, «βέβαια άνθρωπος για να κάθομαι δεν είμαι. Ένας γνωστός μου δουλεύει σε ιδιωτικό σχολείο και κανόνισε να αναλάβω το σχολικό τους. Μερικά μούλικα θα κουβαλάω μωρέ. Το πρωί θα τα πηγαίνω, το απόγευμα θα τα φέρνω». «πάλι στους δρόμους ρε Σάκη», ρωτούσαν. «τι να κάνω; Το τιμόνι έμαθα εγώ. Τα γράμματα τα άφησα για την κόρη μου», έλεγε και χαμογέλαγαν ως και τα μουστάκια του, που τα είχε από τα δεκαέξι του και από τότε ουδέποτε τα έκοψε. «και μια που την ανέφερα. Αφού κατάφερα και την σπούδασα, τώρα, αν το θέλει και ο θεός, μένει να βρει ένα καλό παιδί, να χαρώ και εγώ εγγονάκια πριν κλείσω τα μάτια», έλεγε κάπως μελαγχολικά, γιατί η Χριστίνα του ούτε κουβέντα για παιδιά. «βρε χτύπα ξύλο», του φώναζε ο Πετρής, δεύτερος πιο παλιός από τους οδηγούς, «όλους θα μας θάψεις», συμπλήρωνε γελώντας και πάνω στο μεράκλομα της στιγμής, έβγαζε και λίγο ουζάκι, να πιούν πριν ξεκινήσουν δρομολόγιο.
Εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, ήταν στο « δυο χρόνια ακόμα μάγκες». Ως παλιός μπορούσε να διαλέγει τις ώρες των δρομολογίων και αυτός διάλεγε τα πρώτα γιατί δεν είχε κίνηση. Είχε βέβαια μεγάλο δρομολόγιο, γιατί το ‘2’ που είχε, ξεκινούσε από το σταθμό των τρένων και έφτανε ως το φοίνικα και μετά πάλι πίσω. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν διάλεγε κανένα πιο σύντομο δρομολόγιο, αυτός απαντούσε «τι λέτε μωρέ; Η νύφη του Θερμαϊκού δεν είναι η Θεσσαλονίκη; Οι νύφες όμορφες δεν είναι; Ε λοιπόν, εγώ βλέπω την πιο όμορφη απ’ άκρη σ’ άκρη». Ήπιε το καφεδάκι του, που έφτιαξε γι’ αυτόν η γυναίκα του, η κυρά-Μαίρη. Σαράντα χρόνια παντρεμένοι και γνωριζόντουσαν από μικρά παιδιά. Όλα αυτά τα χρόνια η κυρα-Μαίρη σηκωνόταν μαζί του, τις μέρες που έφευγε απ’ το ξημέρωμα. Όταν τελείωσε ο καφές κίνησε για τη δουλειά και η κυρα-Μαίρη τον συνόδευσε ως την πόρτα. Την αγκάλιασε και τη φίλησε απαλά στο στόμα, όπως κάθε πρωί. Και όπως κάθε φορά της ψιθύριζε στο αυτί πως είναι ακόμα η πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου και την έπιανε από τον γοφό ή τους γλουτούς. Φυσικά η κυρα-Μαίρη τραβιόταν δήθεν σκανδαλισμένη και ντροπιασμένη. «κάτω τα ξερά σου γέρο-σάτυρε, μου έγινες ερωτιάρης στα γεράματα», του είπε μισογελώντας. «πάντα ήμουν», απάντησε κλείνοντας το μάτι και έφυγε.
Ήταν ακόμα σχεδόν νύχτα όταν ξεκίνησε από τον σταθμό. Μόνο ένα παλικάρι είχε ανέβει και τον ρώτησε για μια στάση. Άλλο που δεν ήθελε ο κυρ-Θανάσης, τον έβαλε να κάτσει κοντά του, να έχει και λίγο παρέα, να του πει και που να κατέβει. «ήρθες να δεις το κορίτσι ε;», γύρισε και του είπε. Ο νεαρός φάνηκε να τον πιάνουν οι ντροπές του. «ναι», είπε, «πως το καταλάβατε;». ο κυρ-Θανάσης χαμογέλασε, «φαίνεσαι», του είπε, «άλλος θα ήταν μισοκοιμισμένος και ταλαίπωρος, εσύ είσαι φρέσκος και μεσ’ στην αγωνία». Ο νεαρός χαμογέλασε.
Οι δυο τους πιάστηκαν στην κουβέντα. Μόνο δυο αλβανοί, που μάλλον πήγαιναν για δουλειά, είχαν ανέβει ως τώρα και έκατσαν πίσω. Το λεωφορείο έφτανε στην τρίτη στάση. Όσο πλησίαζε ο κυρ-Θανάσης διέκρινε μια μορφή να περιμένει στη στάση. Του φαινόταν περισσότερο για σκιά παρά για άνθρωπος και όσο πλησίαζε τόσο περισσότερο σκοτείνιαζε. Όταν πέρασε από μπροστά ο κυρ-Θανάσης αναγνώρισε ένα γυναικείο σουλούπι. Το λεωφορείο σταμάτησε και η μεσαία πόρτα άνοιξε μπροστά στην κοπέλα. Στεκόταν με το κεφάλι κατεβασμένο και τα μαλλιά της απεριποίητα και μπερδεμένα, της έκρυβαν το πρόσωπο. Λίγο πριν ο κυρ-Θανάσης το πάρει απόφαση ότι δεν θα περιμένει άλλο και κλείσει τις πόρτες , η κοπέλα έκανε το πρώτο βήμα. Φάνηκε να περπατά με δυσκολία και κάθε της βήμα έδειχνε να την πονά. Φαινόταν να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια, όταν πιάστηκε από το κάγκελο και άρχισε να τραβά το κορμί της μέσα. Οι πόρτες πίσω της έκλεισαν και το λεωφορείο ξεκίνησε.
Το κορίτσι πήγε και στάθηκε μπροστά στο μηχάνημα που ακυρώνει τα εισιτήρια. Δεν χτύπησε εισιτήριο και παρόλο που το λεωφορείο ήταν άδειο δεν έκατσε και πιάστηκε από το κάγκελο με τα δυο της χέρια. Καθόταν όπως και στην στάση, σκυφτή. Φορούσε μόνο ένα φανελάκι, από εκείνα που ο κυρ-Θανάσης, όταν έβλεπε την κόρη του να τα φορά, την κορόιδευε λέγοντας της ότι την έπιασαν κορόιδο και της το πούλησαν μισό. Στο δεξί της χέρι κρέμονταν η τιράντα του σουτιέν της. «καλά δεν κρυώνει αυτό;», αναρωτήθηκε ο Κυρ-Θανάσης που την παρακολουθούσε από το καθρέφτη. Ανησυχούσε. Καταλάβαινε πως έχει κάτι. Επιπλέον δεν έμοιαζε για μεθυσμένη ή για πρεζάκι, που εμφανίζονταν συνήθως τέτοιες ώρες. Οι μεθυσμένοι έκαναν φασαρία, μιλούσαν μόνοι και έλεγαν διάφορα σε όποιον έβρισκαν πρόχειρο. Τα πρεζάκια από την άλλη πήγαιναν τρεκλίζοντας από επιβάτη σε επιβάτη ζητώντας ψιλά, προβάλλοντας χίλιες δυο δικαιολογίες. Αυτή όμως καθόταν εκεί. Ακίνητη. Το μόνο που την έβγαζε από την ακινησία της ήταν το τράνταγμα του λεωφορείου, όταν αυτό περνούσε από λακκούβες.
Την λυπήθηκε η ψυχή του. Φαινόταν ότι ήταν στον κόσμο της, ότι κάτι της είχε συμβεί, ότι ήταν σε άθλια κατάσταση. Είδε τους ώμους της να συσπώνται. Μάλλον έκλαιγε. «κοπελιά είσαι εντάξει;», φώναξε και κοίταξε ξανά στον καθρέφτη. Καμία αντίδραση. Ήταν σίγουρος ότι τον άκουσε, αλλά δοκίμασε πάλι, αυτή τη φορά πιο δυνατά. Και πάλι τίποτα. «πάνε ρε παλίκαρε και δες πως είναι το κορίτσι. Δε μου φαίνεται καλά». Ο νεαρός από την μία δεν ήθελε να πάει – ίσως φοβόταν – και από την άλλη την είχε λυπηθεί και αυτός. Δίστασε. «τι κωλώνεις;» του είπε ο κυρ-Θανάσης. «εγώ; Όχι απλά…», τον διέκοψε όμως ο κυρ-Θανάσης πριν προλάβει να πει οτιδήποτε. «σε παρακαλώ παιδί μου, πήγαινε» του είπε απόλυτα ήρεμα, αλλά με τέτοιο τρόπο που βάρεσε κατευθείαν στο φιλότιμο. Ο νεαρός τον κοίταξε, κοίταξε και προς την μεριά της κοπέλας και σηκώθηκε.
Πλησίασε αργά και διστακτικά χωρίς να είναι σίγουρος τι ακριβώς έπρεπε να πει. Όλα πάνω της ήταν φορεμένα βιαστικά. Τα λουρί της ζώνης ήταν απλά περασμένα από τον κρίκο, χωρίς να είναι κουμπωμένο και έχασκε πάνω της. Το παντελόνι τσαλακωμένο, φορεμένο στραβά τραβηγμένο περισσότερο προς τα αριστερά. Η τιράντα του σουτιέν κρεμόταν ακόμα και ίσως να μην ήταν καν κουμπωμένο από πίσω, αλλά αυτό μάλλον δεν την ένοιαζε καθόλου. Για την ακρίβεια τίποτα δεν έμοιαζε να την απασχολεί. Ίσως να μην ήθελε, ίσως να μην μπορούσε. Σταμάτησε σε απόσταση περίπου ενάμιση μέτρου. Την άκουσε που έπνιγε ένα λυγμό. «ε …κοπελιά;», είπε, αλλά και πάλι καμία απόκριση. Δίστασε λίγο πάλι. «είσαι καλά;», συνέχισε. Άκουσε ένα ψίθυρο, μια σπασμένη φωνή να του λέει να φύγει. Δεν ήταν όμως σίγουρος «τι;». «φύγε», είπε κάπως πιο δυνατά η κοπέλα, αλλά και πάλι η δύναμη της φωνής της πολύ απείχε από το να είναι φωνή νορμάλ ατόμου. «απλά …βασικά είσαι καλά;» είπε και πήγε να απλώσει το χέρι στον ώμο της. Πριν την ακουμπήσει όμως αυτή τινάχτηκε σαν αγρίμι. «μη μ’ ακουμπάς» τσίριξε στα μούτρα του και έκανε μια κίνηση προς το μέρος του, αλλά την άφησε στην μέση. Ο νεαρός είδε τον πόνο στο πρόσωπο της. Για την ακρίβεια ήταν το μόνο που μπορούσε να δει στο πρόσωπο της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και από τα μάτια και κάτω η μάσκαρα είχε απλωθεί σαν μουτζούρα. Τον κοιτούσε στα μάτια, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν τον έβλεπε, πως απλά κοιτούσε προς την μεριά του. Μαύρα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλα της. «φύγε, φύγε», του είπε και όσο πήγαινε η φωνή της γινόταν ψίθυρος. Κρατούσε το κάγκελο με τα δυο χέρια από ψηλά και έχωσε το κεφάλι της ανάμεσα. Την άκουσε να πνίγει λυγμούς και αναφιλητά. Στάθηκε για λίγο. Ήθελε κάτι να πει, κάτι να κάνει. Δεν ήξερε και δεν μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς. Την άφησε εκεί και γύρισε πίσω.
- δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, είπε ο κυρ-Θανάσης όταν ο νεαρός έφτασε δίπλα του, είδα τι έγινε.
- τι λέτε να έγινε;
- δεν ξέρω, δεν μπορώ να φανταστώ. Σίγουρα κάτι πολύ άσχημο. Κρίμα το κορίτσι.
- μήπως να ξαναπήγαινα;
- άστο παιδί μου, δεν θέλει βοήθεια. Τουλάχιστον όχι από μας.
Οι δυο τους δεν άλλαξαν κουβέντα ξανά. Μερικές στάσεις μετά την είδαν να πηγαίνει αργά προς την πόρτα. Όταν άνοιξε άρχισε να κατεβαίνει αργά τις σκάλες. Σαν τα μικρά παιδιά, έβαζε πρώτα το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και έπειτα το άλλο στο ίδιο. Λίγο πιο κάτω, ο κυρ-Θανάσης με τον νεαρό αντάλλαξαν τα πρώτα τους λόγια. «η επόμενη στάση είναι η δική σου», είπε ο κυρ-Θανάσης. Ο νεαρός πριν κατέβει τον ευχαρίστησε και του ευχήθηκε καλή συνέχεια. Το συζήτησαν ο καθένας με την γυναίκα και την κοπελιά του αντίστοιχα. Όσο σενάρια και αν σκέφτηκαν, κανένα δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό που είδαν. Την εικόνα αυτής της ανθρώπινης σκιάς θα την κουβαλούσαν για πάντα στο μυαλό του. ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ)

- γεια σου κοπελιά.
- γεια, του είπε και εκείνη.
- δεν με λες; Μήπως είσαι πάνω στην Εγνατία και παλεύεις με το μποτιλιάρισμα; , της είπε χαμογελώντας.
- ναι που το κατάλαβες; Ήταν ξαφνιασμένη.
- κοίτα στα δεξιά σου.
- τι;
- βρε κοίτα που σε λέω.
Κοίταξε προς τα δεξιά.
- που;
- λίγο πιο πάνω, στο λεωφορείο.
Έγειρε λίγο και κοίταξε προς τα πάνω. Τον είδε.
- γεια σου όμορφη, της είπε και ανοιγόκλεισε το χέρι του σα να τη χαιρετούσε.
Χαμογέλασε.
- γεια σου και σένα όμορφε.
- σε είδα και είπα να σε πάρω.
- δεν έπρεπε όμως, ξέρεις…
Δεν την άφησε να ολοκληρώσει.
- λόγο του άντρα σου; Το χαμόγελο του έσβησε, όπως και ο εύθυμος τόνος στην φωνή του.
- ναι.
- χεσμένο τον έχω τον μαλάκα. Το είπε τόσο δυνατά που αρκετοί στο λεωφορείο γύρισαν να τον κοιτάξουν.
- δεν θα έπρεπε όμως. Ξέρεις πως έχουν τα πράματα.
Την διέκοψε και πάλι.
- γιατί ρε συ; Γιατί;
- ξέρεις.
Ήξερε και αυτό τον σκότωνε. Για λίγο οι δυο τους δεν μίλησαν. Και τι να έλεγαν άλλωστε; Όσο και αν ήθελαν δεν μπορούσαν, δεν γινόταν να αλλάξουν την μοίρα τους.
- είναι επικίνδυνο αυτό. Πρέπει να κλείσουμε, του έιπε.
- όχι ακόμα, σε παρακαλώ. Άσε με να σε χαρώ.
- δεν γίνεται, ξεκινάνε και οι μπροστά, ο από πίσω θα κορνάρει.
Πράγματι τόσο το jeep, όσο και το λεωφορείο άρχισαν να κινούνται.
- γάμησε τον μαλάκα, μήπως μακριά θα πάει;
- …
- σε παρακαλώ, αυτή τη φορά μίλησε ήρεμα.
- καλά, αλλά πρέπει να προχωρήσω το αμάξι.
- λίγο όμως, μη χαθείς, θέλω να σε βλέπω.
Δίστασε λίγο.
- καλά.
Κρατούσε πάντα το κινητό με το δεξί. Πήγε να βάλει ταχύτητα με το αριστερό. Ήταν μια κίνηση που έκανε πάντα όταν ήταν μαζί στο αμάξι, γιατί το δεξί της το είχε πάντα πάνω του. Είτε θα του χάιδευε το πρόσωπο, είτε θα του κρατούσε το χέρι. Την έβλεπε που παιδευόταν, αλλά το απολάμβανε τόσο που ποτέ δεν της είπε τίποτα. Άλλωστε και εκείνη δεν προβληματιζόταν. Το απολάμβανε το ίδιο.
- το φλας βλέπω ακόμα να το κάνεις, είπε έχοντας βρει ξανά τον χαρούμενο εαυτό του.
- δε βρήκα χρόνο, είπε και χαμογέλασε.
- έχει τρεις μήνες, ξέρεις
- εεε, τι θες τα τώρα; Δεν είχα χρόνο η γυναίκα
- πες ότι ξέρεις ότι θα σε δουλέψουν στο συνεργείο επειδή είσαι άσχετη με τα αμάξια και άστα αυτά.
- η άσχετη όμως σου έκανε τη σοφερίνα κύριος
- ε …μπρος στην ξέρα
- βρε άντε από εκεί, του είπε γελώντας δήθεν πειραγμένη.
Γέλασε και αυτός. Περισσότερο γιατί την λάτρευε όταν χαμογελούσε έτσι. Τον έπιασε αμέσως μελαγχολία και δεν ήξερε τι να πει. Έμειναν έτσι να κοιτάζονται, ενώ προχωρούσαν παράλληλα τα οχήματα τους.
- μου έλειψες, της είπε.
Εκείνη δεν απάντησε, μόνο χαμήλωσε λίγο το βλέμμα. Δεν χρειάστηκε να του πει τίποτα. Εκείνη έσπασε τη νέα σιωπή.
- στη διασταύρωση στρίβω.
- θα σε ξαναδώ;
- … δεν νομίζω, είπε μετά από δυο δευτερόλεπτα, που του φάνηκαν αιώνας.
- ένα τηλέφωνο τουλάχιστον;
- δεν ξέρω, δεν είναι καλή ιδέα, όχι ακόμα τουλάχιστον. Άσε να περάσει καιρός, να ηρεμήσουν τα πράματα.
- πόσος;
- δεν ξέρω, μη με πιέζεις, δεν μπορώ να ξέρω.
- δεν θέλω να σε πιέζω και το ξέρεις… αλλά ξέρεις πως νιώθω
- ξέρω …κοίτα …πρέπει να στρίψω. Γειά
- γεια
Κοιτάχτηκαν. Είχαν και οι δυο την ίδια θλίψη στα μάτια. Το corsa έβγαλε φλας και έστριψε, ενώ το λεωφορείο συνέχισε ίσια.
Έμεινε λίγο με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι. Ήταν κρύο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έκανε ένα βήμα πίσω και πήγε ως τον οδηγό.
- οδηγός;
- Θανάσης παιδί μου, του απάντησε ενώ συνέχισε να κοιτάζει προς το δρόμο.
- μπορείς να ανοίξεις να κατέβω;
- αδύνατον παλικάρι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Μήπως δεν νιώθεις καλά;
- όχι εντάξει. Ευχαριστώ πάντως.
Γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω. Η θέση του τώρα ήταν πιασμένη από μια γριά. Πήγε ως την μέση που είχε χώρο ελεύθερο και στάθηκε δίπλα στο παλικάρι που τον είχε κρατήσει. «ευχαριστώ για πριν» του είπε. «τίποτα», απάντησε αυτό, αλλά εκείνος δεν άκουσε τίποτα. Είχε ήδη περάσει τα ακουστικά στα αυτιά.
Έπεσε πάνω στο “again” των “archive”. Όταν το τραγούδι έφτασε στο σημείο που λέει:

“Without your love
You're tearing me apart
Without your love
I'm dazed in madness”


άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ. Κατέβηκε στην πρώτη στάση που έκανε το λεωφορείο.

9 Comments:

Blogger pascal said...

Μ' αρέσεις. Χαίρομαι που σε βρήκα man

8:43 μ.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

telika to flas pws to eixe spasei? :P
wraia istoria pantws.. esi ti pisteveis gia tin kopela sto leofwreio?

11:49 μ.μ.

 
Blogger RaZzMaTaZz said...

Ιδανικά ακούσματα για την ανάγνωση του άνωθεν κειμένου:

-Afraid to Shoot Strangers - Iron Maiden
- Gravity - Embrace
- Post blue - Placebo
- Again - Archive

(με αυτή τη σειρά)

Άξιζε η αναμονή dear.
Φιλούνια από την πιο φανατική σου θαυμάστρια :)

5:00 μ.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

καλημερα μουχλα...!!

πολυ καλο ...!!!

αχ τι μου θυμησες τωρα :(


εισαι απιστευτος και το ξερεις...!!!

11:08 π.μ.

 
Blogger triantara said...

μην ξαναγράψεις τέτοια... please...

((((παρένθεση: κατά βάθος δεν το ενοοώ βέβαια, αλλά έπρεπε να το πω...))την κλείνω τώρα κι εγώ...)

12:29 μ.μ.

 
Blogger Loucretia said...

Μπραβο ρε Μουχλινι! Πολυ καλο!

Υ.Γ. χρονια και ζαμανια, εε;;

6:57 μ.μ.

 
Blogger mouxlas21 said...

pascal: to idio kai ego kai sto exo pei;)

nadia: elega na grapso pos akribos alla fobithika min ksefigo an kai mou aresoun kati teties asxetes mikroleptomeries stis istories mou. Oso gia tin kopela ...tha mathete se alli istoria;)

razzmatazz: my personal soundtracker;)

katerina12: to ksero to ksero:P ...alla gia pes ti thimisa na ginei ligo pio pikantiko to blog mas:P

triantara: oti den to enois to katalaba ...ti akribos enois den katalaba:P

mefistofelis: parakalo:) kai elpizo na sou doso kai alles foro logo gia comments:)

loucretia: me sena ta eipame;) xarika pou se ksanabrika :)

7:21 μ.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

Χμμμμ, επιτελους, εμαθα τι σκεφτεσαι οταν ακους μουσικη...Και μ'αρεεεεεσει..... :D:D:D

1:12 π.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

ekopsa thn fratza mou mouxlaki mou kai phra to kainourgio to corsa (to turbo) alla oxi se kitrino.filia tzoutzoukomouxliarilaki mou

7:30 μ.μ.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home