ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 26, 2007

Καλά Χριστούγεννα.

Βρισκόταν ώρα εκεί και μπορούσες εύκολα να το καταλάβεις. Αποτσίγαρα, στάχτη αρκετή, άδεια ποτήρια και δύο πακέτα τσιγάρα. Μάρκα Lucky Strike. Το ένα άδειο το άλλο μισογεμάτο (ή μισοάδειο – ανάλογα πως το έβλεπε κανείς). Έβαλε τσιγάρο στο στόμα, άφησε το πακέτο δίπλα στο άδειο και το άναψε. Σίγουρα είχε αντιληφθεί το χάος μπροστά του, αλλά δεν είπε τίποτα. Στην τελική μάλλον δεν τον ένοιαζε κιόλας. Άλλωστε τόση ώρα, που κάθονταν σκυφτός και καμπουριασμένος στη μπάρα κοιτάζοντας μόνο το ποτό του, φαινόταν πως το τελευταίο που τον ένοιαζε ήταν το πόσο καθαρός ήταν ο μπάρμαν.

Ο οποίος μπάρμαν, ούτε βρομιάρης ήταν, μα ούτε τον αγνοούσε. Απλά δεν προλάβαινε. Γιατί ήταν αφύσικο να μην τον προσέξει κάποιος, αφού κατά πως φαίνονταν η δική του παρουσία ήταν το μόνο αφύσικο σε σχέση με το περιβάλλον. Την ίδια ώρα που κόσμος γύρω του χόρευε, πήγαινε και ερχόταν, γελούσε και φώναζε, αυτός καθόταν εκεί με τον ίδιο τρόπο που καθόταν εδώ και ώρες. Οι κινήσεις μετρημένες. Που και που όταν κάποιος έπεφτε πάνω του κοιτούσε αν ήταν λόγο του γενικού χαμού ή αν θα έπρεπε να γείρει δεξιά ή αριστερά επειδή κάποιος προσπαθούσε να χωθεί για να παραγγείλει. Συνήθως όμως οι κινήσεις του περιορίζονταν σε άναμμα τσιγάρου, και νόημα στον μπάρμαν για ποτό. Και αυτό πάλι χωρίς λόγια, κρατούσε το ποτήρι και όταν ήταν σίγουρος ότι τον βλέπει ο μπάρμαν το σήκωνε ελαφρά στον αέρα.

Ο Χρήστος πίσω από την μπάρα έτρεχε δεξιά και αριστερά. Ποτά, μπύρες, πάγος, ποτήρια, λεφτά. Η δουλειά μπορεί να είχε καλά λεφτά, χαβαλέ και κανένα τυχερό με κανένα γκομενάκι, αλλά τέτοιες μέρες καλύτερα να παρίστανες τον άρρωστο. Τον είχε προσέξει από ώρα, γιατί ήταν από τους πρώτους που είχαν έρθει. Από την μια τον λυπόταν που τέτοια μέρα ήταν μόνος, από την άλλη του την έδινε. «σήμερα βρήκε ο πούστης, γαμώ τη μιζέρια του; Μας χαλάει και τη βιτρίνα ακριβώς στην μπάρα».

Ήπιε λίγο απ’ το ποτό του. Το είδε να αδειάζει. Παρόλο που είχε λίγο ακόμα σκέφτηκε ότι με τόση δουλειά που είχε ο μπάρμαν, θα έφερνε το νέο ποτό, αφού θα είχε τελειώσει αυτό που κρατούσε τώρα. Είχε το ποτήρι στο χέρι και περίμενε την ευκαιρία του. Όταν τελικά του παρουσιάστηκε πήγε να το σηκώσει, αλλά δεν πρόλαβε. Ακριβώς την ώρα που το σήκωσε κάποιος προσγειώθηκε πάνω του. Είχε συνηθίσει το γενικότερο σκούντημα από τον ένα και τον άλλο, αλλά αυτή τη φορά το τράνταγμα ήταν πολύ απότομο. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει από τα χέρια του το ποτήρι και αφού πρώτα έπεσε στο πάνω του να καταλήξει στο πάτωμα. Χωρίς να νοιαστεί για την στάμπα στο παντελόνι, γύρισε αμέσως προς τη μεριά απ’ όπου ήρθε το σκούντηγμα.

- Αχ, χίλια, χίλια συγνώμη.

Η συγνώμη ερχόταν από μια κοπέλα.

- Αααα, δεν το ήθελα, με έσπρωξαν και…

Την πίστεψε. Την είδε που ήταν μικροκαμωμένη και αδύνατη. Δεν θα ήταν δύσκολο να χάσει την ισορροπία της αν κάποιος την έσπρωχνε λίγο παραπάνω μέσα στο γενικότερο χαμό.

Η κοπέλα φορούσε ένα κόκκινο σκουφί όπως αυτό που υποτίθεται ότι έχει ο άγιος Βασίλης. Κάποιες ξανθές τούφες έβγαιναν από μέσα, πέφτοντας στο μέτωπο της. Το σκουφί και το σουλούπι της σε έκαναν να αναρωτιέσαι αν όντως είναι ένα από τα ξωτικά, που ο μύθος τα θέλει να συνοδεύουν τον άγιο.

- ‘ντάξει δεν έγινε και τίποτα, είπε και ξεκίνησε να μαζεύει από δεξιά και αριστερά χαρτοπετσέτες, πεταμένες πάνω στο τσακίρ κέφι εδώ και εκεί.

- να βοηθήσω;

Γύρισε προς τη μεριά της, περισσότερο όμως για να τον ακούσει καλύτερα παρά για να τη δει.

- όχι, της είπε, ξερά και μονοκόμματα.

Καθόταν αμήχανη και τον κοίταζε να σκουπίζει το παντελόνι του. Ένιωθε άσχημα για ότι έγινε. Ήθελε να κάνει κάτι παραπάνω από το να ζητήσει συγγνώμη. Σκέφτηκε πως είναι και συμπαθητικός σα φυσιογνωμία.

- Εσύ γιατί κάθεσαι έτσι και δεν διασκεδάζεις; Η παρέα σου;

Ήταν χαμογελαστή. Ήθελε να αλαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα. Εκείνος όμως δεν απάντησε. Της έριξε μόνο ένα βλέμμα του στυλ «άσε μας ρε κοπελιά» και γύρισε στο παντελόνι του. Δεν της άρεσε καθόλου. Έμεινε για λίγο μη έχοντας αποφασίσει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Τελικά αποφάσισε να μην το αφήσει να περάσει έτσι.

- Εντάξει ρε φίλε, συγνώμη κιόλας. Κατά λάθος έγινε, δεν το είχα και σχεδιασμένο. Ένα ποτό σου έριξα δε σου σκότωσα τη μάνα.

Δεν είπε τίποτα. Απλά την κοίταξε πάλι.

- Ε αεί σιχτήρ, είπε και έκανε να φύγει.

Δεν την άφησε όμως. Την έπιασε από το χέρι. Γύρισε και τον κοίταξε. Έμειναν έτσι για μερικά δευτερόλεπτα. Να κοιτάζονται και αυτός να της κρατά το χέρι. Πήγε κοντά του για την ακούσει.

- Τι; Του είπε εμφανώς πειραγμένη.

- Εντάξει. Συγνώμη, της είπε χαμηλώνοντας κάπως το βλέμμα. Έχεις δίκιο. Δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο. Απλά να …όπως βλέπεις δεν είμαι και στα καλύτερα μου. Είναι η μέρα.

- Δηλαδή;

- Ε τα Χριστούγεννα δεν είναι σαν της άλλες γιορτές. Είναι πολύ οικογενειακή. Τουλάχιστον περισσότερο από τις άλλες.

- Και; Είχε αρχίσει να μαλακώνει κάπως. Ίσως γιατί άρχισε να υποψιάζεται τη συνέχεια.

- Ε …εγώ δεν έχω. Όχι πια δηλαδή. Οι γονείς μου …η μητέρα μου βασικά …

Έφερε τα χέρια στο στόμα της σα να ήθελε να συγκρατήσει αυτό που είχε πει πριν. Άλλα ήταν ήδη αργά.

- Συγνώμη, χίλια συγνώμη και πάλι. Δεν ήθελα ξέρεις να …

- ‘ντάξει, δε ήξερες, είπε και της έπιασε τον ώμο να την καθυσηχάσει.

Έμειναν για λίγο να κοιτάζονται, αμήχανοι και οι δυο. Εκείνη αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή και πάλι.

- Θες να μου πεις τι έγινε;

Την κοίταξε.

- Εκτός και αν έχεις πρόβλημα να …

- Όχι εντάξει, την πρόλαβε. Απλά είναι μεγάλη ιστορία. Και σίγουρα όχι η πιο ευχάριστη. Θα σου χαλάσω το κέφι.

Ξανακοιτάχτηκαν.

- Ε εντάξει, του είπε, θα πάμε μετά να χορέψουμε, είπε χαμογελαστά.

Σούφρωσε τα φρύδια και την κοίταξε απορημένος.

- Ναι, ναι, συνέχισε, θα μου πεις την ιστορία σου και μετά θα πάμε στην παρέα μου να διασκεδάσουμε λίγο. Ε; Τι λες; Μου το υπόσχεσαι; Έλα μωρέ …να μην είσαι και μόνος, χαμογέλασε και του χάιδεψε το μπράτσο.

Τον κοίταζε με νάζι. Δεν του πήρε πολύ να υποκύψει. Χαμογέλασε.

- Εντάξει, της είπε, υπόσχομαι. Αν και πρέπει να σε προειδοποιήσω πως είμαι άθλιος χορευτής.

Γέλασαν και οι δυο.

- Δεν πειράζει, δεν κάνουμε και διαγωνισμό.

- Ωραία. Τι πίνεις;

- Α, ναι , γι’ αυτό ήρθα. Βότκα πορτοκάλι.

- Ωραία. Να παραγγείλω και για μένα …γιατί κάποια φρόντισε να με αφήσει χωρίς ποτό.

- Εεεε. Κατά λάθος το έκανα μωρέ. Άντε τώρα, είπε με νάζι δήθεν πειρσγμένη.

- Έλα σε πειράζω, της χαμογέλασε και της χτύπησε φιλικά τον ώμο.

Γύρισε προς το μπαρ ψάχνοντας για τον μπάρμαν.

- - - - - - - - - - -

10 ώρες αργότερα τον ξυπνούσε το κινητό του. Το έψαξε στα τυφλά χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Το σήκωσε.

- Ναι;

- Έλα ρε μαλάκα, ακόμα κοιμάσαι;

Του πήρε λίγη ώρα να καταλάβει τη φώνη.

- Μήτσο;

- Όχι η γειτόνισσα ηλίθιε.

- Περίμενε λίγο.

Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα. Πήγε ως το σαλόνι.

- Έλα.

- Τι μιλάς σιγά ρε μαλάκα; Που είσαι;

- Έξω.

- Ρε κωλόπαιδο; Σε γκόμενα;

- μμμ …ναι.

- Έλεος ρε μαλάκα. Κάθε χρόνο τα ίδια. Τι σκατά είπες σ’ αυτήν ρε;

- Πάνω κάτω τα ίδια. Ο μπαμπάς στα καράβια. Η μαμά σκοτώθηκε σε τροχαίο.

- Έλεος ρε μαλάκα. Καλά ρε αθεόφοβε πέθανες τη μάνα σου ρε; Είσαι άρρωστος ρε μαλάκα. Χτύπα ξύλο η γυναίκα.

- Καλά, καλά. Λέγε τι θες.

- Μαλάκα μου έχουμε κανονίσει για πρωτοχρονιά. Μεγάλο πάρτυ και έτσι. Της πουτάνας θα γίνει. Κανόνισε να έρθεις, όχι όπως πέρσι.

- Θα δω.

- Τι θα δεις ρε μαλάκα. Και πέρσι τα ίδια. Ξεκόλλα λίγο με τις γκόμενες. Αμάν κάθε χρόνο η ίδια ιστορία γαμώ την αρρώστια σου.

- Καλά, καλά. Ξεκόλλα θα έρθω. Κλείσε τώρα να την κοπανήσω πριν με πάρει χαμπάρι.

- Ναι ρε. Άντε άρρωστε, ε άρρωστε.

- Μήτσο!

- Καλά ντε. Άντε ρε μαλάκα μου. Χρόνια πολλά.

- Χρόνια πολλά.

Από 3-0 στο ημίχρονο, 3-6 στο τέλος.

Δεν σε χάλασε όμως έτσι ψηλέ; Καιρός ήταν δηλαδή να θυμηθείς πως είναι οι τσόντες. Αρκετά ψηλά τον είχες πάρει τον αμανέ. Μια χαρά σου έκατσε. Έτσι είναι αγόρι μου. Κερδίσαμε με μεγάλο σκορ δυο εύκολα φιλικά αρχές του χρόνου και νομίζαμε ότι γίναμε υπερομάδα ε; Κάναμε το Χ πριν κάνα τρίμηνο με την Νέμεσις μας και χαρήκαμε έτσι; Ξέχασες όμως μαλάκα πως πήγες να το χάσεις με αυτογκολ στο 90 ε; Δεν μάθαμε τίποτα έτσι; Κάτσε τώρα με το πουλί στο χέρι. Κάτσε τώρα να ξαναχτίσεις ότι ψυχολογία έχτιζες εδώ και ένα τρίμηνο.

Το είδες να έρχεται κιόλας. Να πω δεν το είδες; Αλλά όχι. Εκεί. Υπεροψία. «Το έχω το ματσάκι», σφύριζες. Παρ’ τα να μη στα χρωστάω. 3-1 και στον κόσμο του ο ψηλός. Μυρωδιά. 3-2 και έλα μωρέ δεν παίζει τίποτα. 3-3 και τότε άρχισες να την ψιλιάζεσε. Και καλά τώρα σοβαρεύουμε. Αλλά τρίχες. Στο ίδιο μοτίβο ο ψηλός. Τη μία μαλακία μετά την άλλη. Στο 3-4 πανικός και σε πήρε από κάτω. Στο 3-6 έμεινες να μαζεύεις συντρίμμια.

Δεν πειράζει όμως, καλύτερα. Το χρειαζόσουν καιρό τώρα. Μόνο έτσι θα κατέβαινες από το καλάμι. Και άμα έτρωγες και δυο τρία ακόμα θα ήταν ακόμα καλύτερα, γιατί έτσι κι αλλιώς για παραπάνω ήσουν. Αλλά και τόσα καλά ήταν. Έμαθες τώρα.

Έπρεπε βέβαια πρώτα να γίνει, αυτό που έλεγες ότι δεν είχες γίνει ποτέ. Γλοιώδης. Να γίνεις σαν τους μαλάκες που έβριζες και κορόιδευες τόσα χρόνια. Να κάνεις το εντελώς αντίθετο από όσα έλεγες τόσο καιρό. Να χάσεις μια πολύ καλή ευκαιρία για το τίποτα. Να γαμήσεις ότι ψυχολογία έχτισες με κόπο. Τσάμπα η θεωρία ρε μάστορα. Τόσα post για να είσαι εσύ ο μαλάκας στο τέλος. Πολύ «κλο-κλο» και από μπάλα τίποτα που λέει και ο Γεωργίου.

Αλλά όπως είπαμε δεν σε χάλασε. Για τιμωρία κάτσε τώρα να κάνεις φιλικά με τα ‘Άσπρα Χώματα’ και την ‘Άνω Μαγούλα’ και άσε το Champions League. Κάτσε τώρα να πηδάς πάλι καμιά κιούσπα από δω και από εκεί. Δε σε χαλάει.

Γιατί αν, λέμε αν, είσαι τυχερός (γιατί μετά από αυτό αν η τύχη σου γυρίσει την πλάτη δεν θα έχει άδικο) και σου κάτσει ξανά κανένα σοβαρό ματς, πριν παίξεις θα φροντίσεις να κατέβεις απ’ το καλάμι. Αν προηγηθείς θα φροντίσεις να μην ξανα-υπερ-ενθουσιαστείς και θα κοιτάξεις να κρατήσεις το σκορ. 1-0; 1-0 φίλε μου. Και μισό μηδέν ακόμα, φτάνει να πάρεις το ματσάκι. Αλλά ακόμα και αν το χάσεις τουλάχιστον θα είσαι σοβαρός. Θα χάσεις με ψηλά το κεφάλι. Περήφανος ότι τουλάχιστον έδωσες τον καλύτερο σου εαυτό. Τέλος πάντων θα παίξεις σοβαρή μπάλα.

Γιατί άντε ψηλέ. Καλές οι τριάρες και οι τεσσάρες στα φιλικά, αλλά καιρός να σοβαρεύουμε λίγο έτσι; Καιρός να ανέβουμε λίγο επίπεδο έτσι; Άντε γιατί βαρέθηκα τη μοναξιά. Άντε γιατί βαρέθηκα να βλέπω τη γκόμενα και να λέω άντε πότε θα φύγει. Άντε γιατί βαρέθηκα να λέω «τι έχασα τώρα ο μαλάκας;».

Τ’ ακούς μαλάκα ψηλε; Ακούω να λές!

Το Χ της ζωής μου.

“Όχι ότι υπάρχει καμιά μεγάλη περίπτωση να το διαβάσεις ποτέ αυτό, αλλά μπορώ πάντα να προσποιηθώ πως τα λέω σε σένα”. Κάπως έτσι ξεκινούσα ένα κείμενο πριν περίπου ενάμιση μήνα όταν έφτασα στην θλιβερή διαπίστωση πως έχω γίνει η “personal bitch” σου. Το πιο θλιβερό απ’ όλα είναι ότι χρειάστηκαν μόλις δυο (ή και λιγότερο) λεπτά τηλεφωνικής συνομιλίας για να το καταλάβω. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι μοιρολατρικά αφηνόμουν στο έλεος και την μεγαλοψυχία σου (χα - εδώ γελάμε). Δυο με τρεις εβδομάδες μετά αποφάσισα να γράψω ένα άλλο κείμενο το οποίο ξεκινάει ακριβώς όπως το προηγούμενο.

Όμως το περιεχόμενο αυτή τη φορά δεν έχει καμία σχέση. Η πλάκα είναι πως ξεκίνησαν όλα τόσο ιδανικά για σένα. Θέλω να πω δεν είχα καν το χρόνο να προετοιμαστώ έστω και λίγο έτσι απότομα που σε είδα. Δε λέω. Είχα κάνει ένα κάρο πρόβες για το πώς θα φανώ, πως θα αντιδράσω, πόσο άνετος θα φάνω και πως δεν θα νιώσω τίποτε απολύτως άπαξ και σε ξαναέβλεπα. Φευ. Μόλις πλησίασες στο ένα βήμα και με αγκάλιασες κόντεψα να πάρω τη καρδιά μου στο χέρι. Το ματσάκι πήγαινε για πολλά – μηδέν. Ευτυχώς που έπρεπε να φύγεις, με την υπόσχεση πως θα γυρίσεις. Διακοπή του αγώνα λόγο καιρικών συνθηκών. Μια ευκαιρία για ανασύνταξη.

Δεκαπέντε λεπτά δεν είναι τίποτα. Μπορεί όμως να είναι και μια ζωή. Όσο σε περιμένω να γυρίσεις έχω τη συμπαράσταση του Λούη (τυχαία μεν καλοδεχούμενη και ευεργετική δε). Όταν σκας μύτη και συνεχίζω να μιλάω μαζί του καταλαβαίνω ότι δεν το κάνω επίτηδες. Μπορείς όντως να περιμένεις. Καταλαβαίνω για πρώτη φορά μετά από καιρό πως δεν είναι ανάγκη να το χάσω το ματς ή ακόμα και αν αυτό συμβεί να είναι με αξιοπρεπή τρόπο. Και όταν ο Λούης προτείνει εναλλακτική συνέχεια για τη βραδιά, ανακαλύπτω πως και αυτό το σκέφτομαι σοβαρά. Δεν είναι φτιαχτό, δεν είναι δήθεν. Μπορείς και να περιμένεις για άλλη μέρα. Είναι η στιγμή που σκέφτομαι ότι μπορώ να το χτυπήσω το ματς. Το 0-3 που ήρθε από τα αποδυτήρια δείχνει αναστρέψιμο.

Κρατάω επιφυλάξεις βέβαια. Ίσως η διακοπή σου χάλασε απλά την προθέρμανση. Ίσως για άλλη μια φορά με αφήνεις να πάρω ελπίδες, απλά και μόνο για να μου τις πάρεις πίσω. Ίσως απλά η χοντρή η τσόντα να έρχεται μετά. Έτσι και αλλιώς μήπως πρώτη φορά θα ήταν που το ταμπλό θα έγραφε πολλά με λίγα (ή ακόμα και μηδέν); Όμως τα πάντα πηγαίνουν μια χαρά. Όπως κάθε ομάδα αντιμετωπίζει μια η οποία όποτε την πετυχαίνει την κάνει τ’αλατιού, έτσι και εγώ ξεκινάω κουμπωμένος. Δεν αφήνω τον αρχικό ενθουσιασμό να με συνεπάρει. Όμως όσο περνάει η ώρα ξεθαρρεύω. Καταλαβαίνω ότι αντιμετωπίζω περισσότερο το μύθο που κουβαλά ο αντίπαλος, παρά τον ίδιο τον αντίπαλο.

Μετά από λίγη ώρα συμβαίνει. Ακούω. Ίσως για πρώτη φορά από τότε που σε γνώρισα κάθομαι και σε ακούω. Σε ακούω πραγματικά. Κάτι που έπρεπε να έχω κάνει από καιρό. Επιτέλους σταματάω να κοιτάω τις ματάρες σου, τα χείλη σου, την κολάρα σου και πραγματικά ακούω τι λες. Ακούω όλες εκείνες τις παπαρολογίες και αερολογίες που βγαίνουν από τα χείλη σου. Μη με παρεξηγείς. Δεν λέω τίποτα στραβά, ούτε από και με κακία. Σέβομαι ότι και αν λες. Σέβομαι τον τρόπο ζωής σου. Αλλά όλα ξαφνικά μου φαίνονται τόσο γελοία. Βλέπω το στυλ σου. Τον τρόπο που μου μιλάς για γκόμενους, ξύδια και άλλα τέτοια. Είναι λες και κάνω flash back 10 χρόνια πίσω και μιλάω με κανένα κολλητάρι μου. Τότε που μετρούσε το πόσες μπύρες ήπιες σε ένα βράδυ, σε πόσες γκόμενες την έπεσες, αν της έβαλες δάχτυλο. Τότε που η υπερβολή από τον συνομιλητή επιτρεπόταν γιατί έτσι και αλλιώς και εσύ (εγώ δηλαδή) το ίδιο θα έκανες. Μια σιωπηλή αποδοχή της μαλακίας του άλλου. Όσο σιωπηλή δηλαδή ήταν και του άλλου. Κάτι σαν συμφωνία με τον όρο να μην περνάς στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας (κάτι που θύμιζε έντονα το ανέκδοτο που τελείωνε με την ατάκα «αν δεν κόψεις 20 κιλά από το ψάρι τη σκοτώνω και τη γριούλα»).

Ήταν η απουσία σου που συντηρούσε το μύθο τόσο καιρό. Που δε σε είχα μπροστά μου, να σου πω αυτά που θέλω για να νιώσω εντάξει. Περισσότερο όμως φαίνεται πως με την απουσία σου δεν είχα την ευκαιρία να ακούσω. Να τινάξω από πάνω μου τη σκιά σου. Να προχωρήσω. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις, αλλά βοηθάς πολύ στο να σε απομυθοποιήσω. Τόσο καιρό ήσουν μια ιδέα, κάτι το εξιδανικευμένο. Τώρα μπροστά μου γίνεσαι όλο και ποιο ανθρώπινη. Δεν νιώθω την ανάγκη όπως όταν δεν σε είχα μπροστά μου για να πω χίλια δυο πράματα που ένιωθα πως έπρεπε να ακούσεις. Το άτομο απέναντι μου δεν είναι ανάγκη να τα ακούσει. Εγώ δεν νιώθω πια την ανάγκη να στα πω. Είναι πλέον μια περιττή κίνηση, που όσες φορές πήγα να εφαρμόσω οδήγησε σε καταστροφή.

1. Η παρουσία σου. 2. Αυτά που λες. Το τρίτο έρχεται όταν ζητάς την έγκριση μου. Δεν θυμάμαι πως ακριβώς το είπες, αλλά μέσες άκρες έψαχνες από μένα επιβεβαίωση για σένα. Για τον τρόπο ζωής σου. Ζητάς αποδοχή. Εσύ. Από μένα. Περιμένεις να σου πω πως «ναι», αφού εσύ περνάς καλά έτσι δεν παίζει πρόβλημα. Θέλεις την έγκριση μου. Να ξορκίσεις τις ανασφάλειες σου και τα ενοχές σου. Είσαι σωστή; Είσαι λάθος; Ισοφάριση. 3-3.

Δεν απαντάω. Χαμογελάω. Αλλάζω θέμα απλά. Δε σου απαντάω, γιατί δε χρειάζεται. Στην τελική δε με νοιάζει πια. Κάνε ότι θέλεις. Ότι νομίζεις. Δεν είναι ότι αδιαφορώ. Απλά δεν είναι δουλειά μου να σε κρίνω. Απλά οι πράξεις σου δεν με επηρεάζουν πια. Από μένα είσαι ελεύθερη να κάνεις ότι θέλεις. Όπως είμαι ελεύθερος από σένα πια.

Η βραδιά τελειώνει νωρίς. Τουλάχιστον πιο νωρίς από άλλες βραδιές τέτοιου είδους. Δεν βγάζει και πουθενά άλλωστε. Εγώ κρατάω το αποτέλεσμα. Εσύ δεν μπορείς να διασπάσεις την άμυνα μου. Φεύγουμε και σε συνοδεύω για το τελευταίο αντίο.

Σκύβω να σε φιλήσω για καληνύχτα. Ξαφνικά μια τρελή σκέψη πετάγεται στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Μια σκέψη να κάνω κίνηση. Μια σκέψη να καταστρέψει ότι κατάφερα όλο το βράδυ. Αυτογκόλ στο ενενήντα; Όχι. Όσο ξαφνικά πετάγεται, το ίδιο ξαφνικά χάνεται. Διώχνω πάνω στη γραμμή. Τίποτα δεν αλλάζει.

Ο διαιτητής σφυρίζει λήξη. Ούτε παράταση. Ούτε πέναλτι. Τέλος, εδώ. Δεν έχασα. Δεν κέρδισα. Μα νιώθω ωραία. Γεμάτος. Ελεύθερος. Τώρα μπορώ να σε θυμάμαι και απλά να χαμογελάω με ότι όμορφο είχαμε. Όλα τα άλλα δεν έχουν σημασία πια.




- - - - -
Το κείμενο είναι παλιό. Από την άποψη ότι ξεκίνησα το γράψιμο του κάπου στα τέλη οκτωβρίου. Το θυμήθηκα με αφορμή κάποια σχόλια σε κείμενο της τριαντάρας. Την οποία και πρέπει να ευχαριστήσω. Διότι η κόουτς Ελένη – Jose – Τριανταραourinho, ανέβαλε (σκόπιμα) το αντίστοιχο ματς, δυο τρεις βδομάδες πριν αυτό γίνει, όταν πολύ σωστά διέκρινε πως επίκειται πανωλεθρία. Έδωσε χρόνο, έδωσε συμβουλές, βοήθησε στον ψυχολογικό τομέα. Τα αποτελέσματα της προετοιμασίας τα βλέπεται πιο πάνω.
Κόουτς ευχαριστώ πολύ, η συμβολή σου ήταν καθοριστική.

Τρίτη, Ιανουαρίου 23, 2007

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ!

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ!!!!

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Θεσσαλονίκης με χαρά ανακοινώνει:
Το Προξενείο της Λαικής Δημοκρατίας της Θεσσαλονίκης στο κράτος των Αθηνών είναι πλέον γεγονός.