ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2006

Καλοκαιρινές διακοπές.

Ο κυρ-Πέτρος, ο μπαμπάς του Δημήτρη, είχε αγοράσει το εξοχικό στην Ασπροβάλτα όταν ο δείκτης του χρηματιστηρίου έμοιαζε με καυλί υπό την επήρεια Viagra. Η γυναίκα του η Φωτεινή ανακάλυψε πως αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου ήταν καλύτερη και από Viagra και έτσι πέρασαν κανα δυο καλοκαίρια στο εξοχικό ξεσκιζόμενοι και θυμούμενοι τα νιάτα τους. Βέβαια μετά από λίγο καιρό το χρηματιστήριο έκανε βουτιά (άξια για χρυσό στους ολυμπιακούς), οπότε ο κυρ-Πέτρος μαζί με τα λεφτά του και τα μαλλιά του έχασε τη στύση του και παραλίγο και τη ζωή του μετά από εγκεφαλικό όταν η Τσιτσόπουλος Α.Ε. έκανε το εικοστό πέμπτο συνεχόμενο limit down της. Το εξοχικό ήταν από τα λίγα που κατάφερε να σώσει, αλλά λίγο ότι το πετρέλαιο ακρίβυνε και έσφιξαν οι κόλοι, λίγο τα φροντιστήρια του Δημητράκη, λίγο οι σπουδές της Μαρίας (που μέσα στη γενική παραζάλη και μαστούρα του χρηματιστηρίου την έστειλαν Αγγλία να σπουδάσει χρηματιστηριακά) και τέλος το γεγονός ότι του κυρ-Πέτρου δεν του ξανασηκώθηκε ποτέ μετά το εγκεφαλικό, το εξοχικό δεν χρειαζόταν πια.


Ο Δημητράκης όμως είχε μια γκομενίτσα την Ιωάννα, την οποία είχε βαρεθεί να πηδάει στην άδεια αίθουσα του γυμνασίου (το καλό με τα χωριά είναι ότι όσο ερημώνουν, τόσο έχεις διάφορα μέρη να εκμεταλλευτείς), στο στάβλο, στην αποθήκη και στις τουαλέτες των κλάμπ. Όποτε δε τύχαινε να γαμήσει σε κρεβάτι, αυτό ήταν σε σπίτι φίλου, αλλά και εκεί δεν το ευχαριστιόταν, γιατί ο χρόνος ήταν περιορισμένος. «αν είναι να κρατάω χρονόμετρο καλύτερα να κάνω κατοστάρι», έλεγε και ξαναέλεγε με μαράζι. Ήθελε ο άνθρωπος να γαμήσει με την ησυχία του και σε μαλακό κρεβατάκι. Πολλά ζητούσε;


Εκείνο το καλόκαιρι αποφάσισε να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Έπιασε τον πατέρα του και του είπε «ρε συ πατέρα, εσύ έτσι και αλλιώς σχεδόν φυτό είσαι, η μαμά έχει μαραζώσει από την αγαμία και η Μαρία σε βοηθάει στο μαγαζί, αλλά και άδεια να της έδινες από το χωριό δεν θα έφευγε γιατί πηδιέται συστηματικά με τον Χαλίλ τον Αλβανό που έχουν οι Μητρουσαίοι για τα χωράφια τους. Οπότε άσε να πάω εγώ, να κάνω κανα μπανάκι να τρελάνω και την Ιωάννα μου στα γαμήσια». Εντάξει δεν το είπε έτσι ακριβώς (αλλά σίγουρα αυτό σκεφτόταν). Του είπε ότι τέλος πάντων τώρα θα πάει και λύκειο οπότε είναι μεγάλος και του θύμισε και το δεκαεπτά γενικό που έβγαλε. «δεν γαμιέται», σκέφτηκε ο κυρ-Πέτρος, «από το να πέσει στην πρέζα, καλύτερα να πέσει σε καμιά Σουηδέζα» και έτσι τον άφησε να πάει. Η μάνα της Ιωάννας πείστηκε κάπως πιο δύσκολα, αλλά τελικά συμφώνησε με τον όρο να πάει και η κολλητή της Ιωάννας, η Μαρία. Χωριάτισσα και αθώα ως ήταν, νόμιζε πως τα παιδιά είναι ακόμα στη φάση «χεράκι-χεράκι» και σκέφτηκε πως αν ήταν και η Μαρία θα τους έκοβε την όρεξη για περισσότερα. Που να ήξερε η κακομοίρα δηλαδή, αλλά εδώ δεν ήξερε ότι ο άντρας της πηδούσε την Τάνια τη Ρωσίδα που δούλευε στο καφενείο, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Έτσι οι «τρεις αμίγκος» πήραν τα μπογαλάκια τους και πήγαν στο εξοχικό για δέκα μέρες.



«άλλος γαμιέται και άλλος βαριέται» φώναξε η Μαρία. Είχε όλο το δίκιο με το μέρος της. Είχε φτάσει η πέμπτη μέρα και από το σπίτι ξεμύτισαν κάτι λίγες φορές. Στο δίπλα δωμάτιο το ζευγάρι πηδιόταν ανελλιπώς αυτές τις μέρες. Τις λίγες φορές που πήγαν στην παραλία αυτοί σχεδόν το έκαναν στην άμμο όσο η Μαρία ήταν στο νερό και όταν η Μαρία ήταν άμμο, αυτοί σχεδόν το έκαναν μέσα στο νερό. (πουτανάκια καθώς έχουν καταντήσει τη σήμερον ημέρα τα δεκαπεντάχρονα) Η Μαρία είχε αποθέσει όλες της τις ελπίδες στα beach bar της περιοχής μπας και δει και αυτή χαρά στα σκέλια της. Αρχίδια μάντολα όμως, γιατί αυτό που δεν είχε αναφέρει ο Δημητράκης ήταν ότι ενώ κάποτε στην Ασπροβάλτα γινόταν της πουτάνας, τώρα με την νέα εθνική οδό που περνούσε από πάνω οι μόνοι τουρίστες ήταν οι Αλβανοί της περιοχής και τίποτα Γιουγκοσλάβοι που ήρθαν με τις οικογένειες τους. Αλλά και να υπήρχε και κανένα παλικάρι της προκοπής στο bar, θα φοβόταν να πλησιάσει μήπως και γλιστρήσει στο πάτωμα από τα σάλια του ζευγαριού που ήταν έτοιμο να ξεκωλιαστεί στη μπάρα. Η Μαρία κοπανούσε τις μύγες με τον ίδιο τρόπο που τις κοπάναγαν οι μαγαζάτορες της περιοχής (οι οποίοι κάποτε σου έλεγαν «τόσο χρεώνω και αμα θές. Αλλιώς πάρε τα αρχίδια μου». Τώρα έπαιρναν τα δικά μου και πολύ το χαιρόμουν).


«άλλος γαμιέται και άλλος βαριέται» φώναξε η Μαρία στον Δημήτρη. Η Ιωάννα ήταν ανάμεσα τους και βλαμένο καθώς ήταν δεν ήξερε τι να κάνει. «έλα και εσύ να γίνουμε πολλές» είπε γελώντας ο Δημήτρης. Η Μαρία την ψώνισε, ανέβηκε σχεδόν πάνω στην Ιωάννα και κοπάνησε τον Δημήτρη, ο οποίος πάντως συνέχισε να γελάει. «θα το’ θελες πολύ παλιομαλάκα ε;» του φώναξε. Εκείνος κόλλησε τα μούτρα του στα δικά της και της είπε ειρωνικά «ναι καύλα μου εσύ». Η Μαρία τσαντίστηκε και έκανε να απομακρυνθεί χωρίς να πει τίποτα. Ήθελε να κάτσει με σταυρωμένα χέρια και να κοιτά στο άπειρο (αφού η πουτάνα η τηλεόραση ούτε ΝΕΤ δεν έπιανε) αμίλητη και σκεπτόμενη τι σκατά θα έκανε τελικά. Όταν όμως πήγε να τραβήξει το χέρι της ένιωσε αντίσταση. Όπως είχε ανέβει πριν πάνω στην Ιωάννα, στηρίχτηκε με το δεξί της χέρι στο μπούτι της. Τώρα η Ιωάννα το είχε πιασμένο και δεν το άφηνε, για την ακρίβεια το πήγαινε ανάμεσα στα σκέλια της. Η Μαρία κοίταξε απορημένα πρώτα την Ιωάννα και μετά τον Δημήτρη μετά ξανά την Ιωάννα.



Τρεις ώρες και αρκετό ψωλόχυμα αργότερα οι τρεις τους ήταν γυμνοί, κουρασμένοι και ξεθεωμένοι στο κρεβάτι. Ο Δημήτρης στην μέση, η Μαρία στα αριστερά του και η Ιωάννα από δεξιά. Κανείς τους δεν μιλούσε και το μόνο που έσπασε τη σιωπή ήταν ο αναπτήρας της Μαρίας και ο Δημήτρης που έξυσε τα αρχίδια του. Ξάπλωναν έτσι μέσα στη ζέστη και κοιτούσαν το ταβάνι (πράμα περίεργο αφού πια είχε βραδιάσει και μέσα στο σκοτάδι δεν έβλεπαν χριστό)ο καθένας χαμένος στις σκέψεις του.


Η Μαρία ένιωθε κάπως άβολα για το όλο σκηνικό και την ξενέρωσε κάπως η γεύση που είχε το σπέρμα του Δημήτρη. Παρόλα αυτά όμως ήταν πολύ χαρούμενη. Γιατί όπως και να το κάνουμε μετά από αυτό δεν ήταν πια μια απλή χωριατοπούλα. Τώρα ήταν “in” και είχε λάβει τη θέση της ανάμεσα στις προχωρημένες γκόμενες του πλανήτη. Αναρωτιόταν αν θα το έλεγε ή όχι στην αδερφή της που ήταν μεγαλύτερη. Αποφάσισε γρήγορα πως ναι, αφού έτσι και αλλιώς και εκείνη κάτι παρτουζίτσες τις είχε κάνει. Την άκουσε να λέει στην κολλητή της πως έκανε παρτούζα με ένα ζευγάρι Δανών που γνώρισε στο trance festival της Σαμοθράκης αφού πρώτα αναφέρθηκε στην τσούλα την Κατερίνα που την πήδηξαν δυο μαύροι. Η Μαρία θυμήθηκε πόσο χαρούμενη ήταν η αδερφή της όταν μιλούσε για την παρτούζα αυτή. Και ήταν βέβαιη πως είχε κάνει και άλλες γιατί την ήξερε την αδερφή της ότι κάνει παρέα μόνο με ψαγμένα άτομα. Η μυρωδιά ιδρωμένης μουνίλας την καύλωσε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να αυνανιστεί. Έτσι κοιμήθηκε χαμογελώντας έχοντας ένα αίσθημα περηφάνιας και καταξίωσης μαζί.


Ο Δημήτρης πάλι ήταν τσατισμένος. Ένιωθε μεγάλος μαλάκας γιατί όταν φεύγοντας οι τρεις τους από το σαλόνι για την κρεβατοκάμαρα ξέχασε να πάρει το κινητό του. Το οποία φυσικά δεν ήταν ότι και ότι αλλά το νέο μοντέλο της sharp με την 5 megapixel φωτογραφική. Αυτό που τον έκαιγε ήταν ότι δεν είχε αποδείξεις για το συμβάν. Τι σκατά θα έλεγε στους φίλους του δηλαδή; Ποιος θα τον πίστευε; «τι μαλάκας που είμαι γαμώτο» σκέφτηκε. Γιατί αν είχε τώρα φωτογραφίες από την παρτούζα θα τις έτριβε στην μούρη του μαλάκα του Διονύση που είχε σπάσει τα αρχίδια ολονών με τις φωτογραφίες της Δέσποινας να του παίρνει πίπα. «εντάξει είναι η μουνάρα του σχολείου, αλλά ο μαλάκας κάνει λες και είναι ο μόνος που του έχουν πάρει πίπα. Τι βλάκας που είμαι γαμώτο. Πρέπει οπωσδήποτε να ξαναγίνει αυτό για να βγάλω φωτογραφίες. Θα σκάσει μετά ο καριώλης». Αυτά σκεφτόταν ο Δημήτρης και το γεγονός, ότι πριν μισή ώρα είχε ένα μουνί στον πούτσο του και ένα άλλο στο στόμα του με δυο γκόμενες να χαϊδεύουν τα βυζιά τους από πάνω του, δεν τον απασχολούσε καθόλου. Κοιμήθηκε μέσα στα νεύρα και η τελευταία του σκέψη ήταν να μην ξαναξεχάσει το κινητό.


Η Ιωάννα πάλι ήταν πολύ χαρούμενη. Περισσότερο και από την Μαρία. Την είχε πειράξει βέβαια λίγο η μανία με την οποία σε κάποια φάση ο Δημήτρης πηδούσε την Μαρία, αλλά το γεγονός ότι έδειξε στο μωρό της ότι δεν είναι ξενέρωτη τα μετρίαζε όλα. Η σκέψη ότι είχε ανέβει στα μάτια του την έκανε να είναι ευτυχισμένη. «τώρα θα με κρατήσει για πάντα», σκέφτηκε. Θέλοντας να δείξει στο μωρό της πόσο πιο άνετη μπορεί να γίνει, έτριψε τον κώλο της στο καυλί του, προσπαθώντας έτσι να του πει πως πλέον και το κωλοτρυπίδι της ήταν ανοιχτό για εκείνον. Δεν πήρε όμως απόκριση και έτσι την έπεσε και αυτή για ύπνο.


(ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Η Μαρία εκείνο το βράδυ έμεινε έγκυος. Όταν το κατάλαβε έκανε έκτρωση, μίσησε τους άντρες, έκοψε τα μαλλιά της κοντά και έγινε λεσβία. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να γίνει ποδοσφαιρήστρια και στο τέλος κατέληξε στην φυλακή όταν σε ένα γκέι μπαρ σκότωσε την γκόμενα της πρώην γκόμενας της. Η αδερφή της είναι πρώτο όνομα στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης όπου και συμμετέχει τακτικά σε παρτούζες όλων των ειδών. 3 χρόνια 7 μήνες και 1 μέρα μετά από το βράδυ της πρώτης παρτούζας η Ιωάννα βρισκόταν να την πηδάνε ο Δημήτρης και άλλοι πέντε φίλοι του σε μια από τις πολλές φορές που ο Δημήτρης την μοιραζόταν. Δυο είχαν την ιδέα να την κατουρήσουν και ο Δημήτρης με τους άλλους τρεις τελείωσαν στα μούτρα της. Δυο μέρες μετά η Ιωάννα ως άλλη σουλιώτισσα φώναξε «έχετε γεια hondos center» και πήδηξε από ταράτσα εξαόροφης πολυκατοικίας. Παρά το γεγονός ότι στην νεκροψία βρήκαν περισσότερη κόκα, χασίς και αλκοόλ παρά αίμα στις φλέβες της, τη στιγμή που απογειωνόταν από το περβάζι έκανε την πιο καθαρή σκέψη της τα τελευταία 4 χρόνια. Ο Δημήτρης σήμερα είναι διευθυντής τμήματος σε πολυεθνική. Οδηγάει mercedes, συχνάζει στα clubs της παραλιακής και οργανώνει όργια για κοσμικούς. Στο τελευταίο μάλιστα συμμετείχε και η αδερφή του που παράτησε τις σπουδές στην Αγγλία γιατί είχε πέσει στην πρέζα (για καλή της τύχη όμως το βράδυ του τελευταίου οργίου ο Δημήτρης την πάσαρε σε ένα φίλο του διευθυντή μεγάλου καναλιού και έτσι έφτιαξε την τύχη της). ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ


Πρώτη ξύπνησε η Μαρία. Έφτιαξε ένα καφέ και έκατσε να τον πιει στην κουζίνα. Δέκα λεπτά μετά εμφανίστηκε ο Δημήτρης. Γυμνοί όπως ήταν και χωρίς να πουν ούτε καλημέρα, πηδήχτηκαν, με την Μαρία μπρούμυτα στο τραπέζι. Όταν μετά από μια ώρα ξύπνησε και η Ιωάννα αποφάσισαν να πάνε για μπάνιο.