ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΑΜΕΜΕΙΓΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΜΙΞΕΡ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ...

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

Το τέλος της Οδύσσειας (μέρος πρώτο).

Αφού το είχε πάρει απόφαση να τον ξυπνήσει, αυτό ακριβώς θα έκανε. Όσες φορές και αν πέταξε τον Οδυσσέα απ’ το κρεβάτι, άλλες τόσες εκείνος ανέβαινε πιο αποφασισμένος από πριν. Νιαούριζε κλαψιάρικα όσο πιο δυνατά μπορούσε, του έγλυφε τα δάχτυλα, έτριβε συνεχώς το κεφάλι του στα μάγουλα του.

Δεν άντεξε πολύ και παραδόθηκε. Άνοιξε τα μάτια ξεφυσώντας. Τον άρπαξε από το σβέρκο και γυρνώντας μπρούμυτα τον άφησε πάνω στο στήθος του, χαϊδεύοντας τον. «να δω ποιανού τα νεύρα θα σπας από δω και περά» μουρμούρισε ξανακλείνοντας τα μάτια. Ο γάτος περισσότερο ενοχλημένος από το γεγονός ότι δεν είχε επιτελέσει το έργο του, παρά από τα λόγια του (σάμπως καταλάβαινε και τίποτα;) άρχισε και πάλι να προχωρά προς το πρόσωπο του. Ένιωσε τα μουστάκια του να τον γαργαλάνε και τινάχτηκε. «καλά, καλά» φώναξε παραπονούμενος που δεν του χαρίζονταν ούτε δευτερόλεπτο για λίγο ύπνο ακόμα. Ο γάτος πήδηξε απ’ το κρεβάτι και προσγειώθηκε στο πάτωμα με στυλ σχεδόν αδιάφορο. Έριξε ένα βλέμμα προς το κρεβάτι και όταν σιγουρεύτηκε πως ο Κώστας σηκωνόταν τράβηξε προς την πόρτα.

Ο Κώστας όρθιος προσπαθούσε να χώσει τα πόδια του στις παντόφλες. Μάζεψε ένα μπλουζάκι από την καρέκλα, το μύρισε και αποφάνθηκε πως δεν μύριζε αρκετά για να το στείλει στα άπλυτα. Το μάτι του έπεσε στα τσαλακωμένα κουτάκια από μπύρες στον κάδο και στο γραφείο. Κοίταξε τον Οδυσσέα. Τον κοίταζε και αυτός. «τι έγινε Οδυσσέα; Τα ήπιαμε χτες;», του πέταξε και άρχισε να περνά το μπλουζάκι από πάνω του. Όταν βγήκε το κεφάλι κοίταξε πάλι προς τον γάτο που συνέχιζε να τον κοιτά αδιάφορα. «Ας γέλαγες έστω από ευγένεια». Ο γάτος νιαούρισε. «ανυπόμονο πλάσμα», μούγκρισε. Ο γάτος νιαούρισε πιο δυνατά. Τον κοίταξε. «αφού μπορείς και την ανοίγεις και μόνος, τι μου το παίζεις ανήμπορος;». Ο γάτος αποκρίθηκε και πάλι. Αυτή τη φορά πιο περιπαιχτικά, πιο ναζιάρικα. Αν ήταν άνθρωπος θα σήκωνε αδιάφορα τους ώμους λέγοντας πως δεν έχει ιδέα για τι πράγμα μιλάει ο Κώστας. Γέλασε με τα καμώματα του γάτου του. Ήταν έξυπνο και πάνουργο γατί, δικαιώνοντας στο έπακρο το όνομα του.

Κάποτε ο Κώστας τον είχε βγάλει, μέσα στο καταχείμωνο, στο μπαλκόνι, γιατί τον είχε εκνευρίσει με την επιμονή του για χάδια και παιχνίδια, σε μια στιγμή που αυτός δεν είχε καμία όρεξη. Τον έβγαλε, έσυρε την κουρτίνα και τον άφησε να γρατσουνά το τζάμι και να νιαουρίζει. Έπειτα από λίγο όμως τα πάντα ησύχασαν. Ο Κώστας παραξενεύτηκε και πήγε να κοιτάξει τι συμβαίνει. Τράβηξε την κουρτίνα και έριξε μια ματιά. Το μπαλκόνι, που δεν ήταν και πολύ μεγάλο, φαινόταν άδειο. Βγήκε έξω. Κοίταξε δεξιά και αριστερά, αλλά Οδυσσέας πουθενά. Άρχισε να φοβάται μήπως το γατί πήδηξε στον δρόμο ή έκανε κάποια άλλη χαζομάρα μέσα στην απελπισία του. Πήγε ως τα κάγκελα και στηρίχτηκε για να κοιτάξει προς τα κάτω. Αλλά και πάλι τίποτα. Όταν γύρισε, μες στη στεναχώρια που έχασε τον γάτο, για να μπει στο δωμάτιο, τον είδε απλά να τριγυρνά αμέριμνος πάνω στο κρεβάτι σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Που κρύφτηκε, πως βγήκε και πότε μπήκε στο δωμάτιο ακόμα μυστήριο του μένει.

Αλλά δεν τον βάφτισε έτσι για την πανουργιά του. Τουλάχιστον όχι στην αρχή. Τον είχε βρει κάπου στο φθινόπωρο. Γυρνούσε σπίτι, όταν τον είδε να κάθεται στο καπό ενός αυτοκινήτου. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και συνέχιζαν να κοιτάζονται όσο ο Κώστας τραβούσε το δρόμο του. Ένα βήμα πριν τον χάσει απ’ το οπτικό του πεδίο, ο Κώστας σταμάτησε, γονάτισε και έτεινε το χέρι του προς τη μεριά του και έκανε το κλασσικό «ψι, ψι» που κάνει κάποιος όταν θέλει να φωνάξει μια γάτα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα γατιά του δρόμου, ο Οδυσσέας δεν έφυγε. Αντίθετα, χωρίς να χάσει χρόνο, τινάχτηκε προς τον Κώστα και άρχισε να χαϊδολογιέται πάνω του. Πήγαινε πέρα δώθε από το ένα χέρι στο άλλο και όλο τέντωνε το λαιμό του, χώνοντας και τρίβοντας το κεφάλι του στις παλάμες του Κώστα, γουργουρίζοντας από ευχαρίστηση.

Ο Κώστας έκατσε αρκετή ώρα με τον γάτο. Κυρίως γιατί του άρεσε που ήρθε για χάδια και δεν εξαφανίστηκε, όπως περίμενε. Ένιωσε όμως κάποια στιγμή πως η ώρα για να φύγει είχε φτάσει. Έκανε να σηκωθεί, αλλά πριν προλάβει να σηκωθεί τελείως, ο γάτος πήδηξε στο πόδι και από εκεί στο στήθος του, όπου και γαντζώθηκε στο μπλουζάκι. Η απόφαση να τον κρατήσει πάρθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Αργότερα την ίδια μέρα ο Κώστας περνούσε τις πρώτες του στιγμές με το κατοικίδιο του και έσπαζε το κεφάλι του να δει τι όνομα να του δώσει. Ήταν το πρώτο κατοικίδιο που είχε ποτέ και έψαχνε για κάτι ιδιαίτερο.

Τον περιεργαζόταν μήπως και κάτι στην εμφάνιση του γάτου θα μπορούσε να δώσει την απαραίτητη έμπνευση. Το λουρί στο λαιμό του ήταν το πρώτο στοιχείο. Άσπρο με κόκκινες καρδούλες, μόνο για αρσενικό δεν ήταν. Υπέθεσε πως οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες του ζώου, το πήραν ως δώρο για την κόρη τους και πως μόλις αυτή το βαρέθηκε και σταμάτησε να το φροντίζει, εκείνοι το παράτησαν στο δρόμο. Ο Κώστας υπέθεσε επίσης πως αυτό δεν έγινε προτού ταλαιπωρηθεί το δύστυχο ζώο με φιόγκους, καπελάκια και άλλα τέτοια ηλίθια αξεσουάρ. Στο δρόμο ο γάτος δεν πρέπει να πέρασε και τις καλύτερες τον ημερών του. Γεννημένος και μεγαλωμένος σε κάποιο pet shop, ύστερα σε κάποιο σπίτι να τον φροντίζουν σίγουρα δυσκολεύτηκε να επιβιώσει στους δρόμους από μόνος. Τουλάχιστον αυτό φανέρωναν τα σημάδια (“τσαμπουκάδες τα αποκαλούσε ο Κώστας”) στο πρόσωπο και (κυρίως) στο σώμα του. «Από τη Σκύλα, στη Χάρυβδη», μονολόγησε ο Κώστας ενόσω τα σκεπτόταν. Τότε ήταν που του ήρθε και η αναλαμπή. Σήκωσε τον γάτο από πάνω του και τον σήκωσε έτσι που να μπορεί να τον κοιτά στο πρόσωπο. «Από σήμερα, εσύ θα είσαι ο Οδυσσέας», του είπε, με τον γάτο να νιαουρίζει, μάλλον συμφωνώντας. Γέλασε και τον έβαλε πάλι στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας τον. «Οδυσσέα μου», του είπε, «νομίζω πως αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας».

«Της μοναδικής, για την ακρίβεια, τον τελευταίο χρόνο», σκέφτηκε επανερχόμενος από το flash back του. Όρθιος στην κουζίνα, παρακολουθούσε τον Οδυσσέα να τρώει αμέριμνος την κονσέρβα που μόλις του είχε ανοίξει. Ο γάτος τον έβαλε σε σκέψεις. Ήταν αλήθεια πως η παρουσία την ήταν θετική, ίσως ό,τι πιο θετικό στη ζωή του τελευταία, αλλά ήξερε επίσης πως ένας κούκος (γάτος στη συγκεκριμένη περίπτωση) δεν φέρνει την άνοιξη. Μια άνοιξη που ημερολογιακά μπορεί να είχε φτάσει, αλλά η δική του ζωή βρισκόταν ακόμα στο υπό το μηδέν. Ο χειμώνας γι’ αυτόν ήταν παντοτινός.

Έψαξε για το ρολόι στον τοίχο να δει αν είχε φτάσει η ώρα να ετοιμαστεί. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και πέντε λεπτά.

6 Comments:

Anonymous Ανώνυμος said...

Πάρα πολύ όμορφο, μπράβο, ανυπομονώ για το δεύτερο μέρος (σου έκανε καλό η αποχή μου φαίνεται :P)

4:12 μ.μ.

 
Blogger ZoHLtaR said...

eeeeetsi.... eeeeetsiii! :P (katse na to stiso kala... kai tha valo kai links me blogs ksexorista ki ego :) )

ZoHLtaR

7:53 π.μ.

 
Blogger Blondie said...

Είδες τι σου κάνει ενας ψιψίνος;;; Σου αλλάζει τη ζωή! προς το καλύτερο φυσικά!! Άντε τώρα που ξεκίνησες πάλι, μη χάθεις!! φιλιά!

11:18 μ.μ.

 
Blogger ZoHLtaR said...

Ρε σύ... Τώρα το διάβασα... και ειλικρινά μου άρεσε. Nice. Δεν ήξερα οτι γράφεις έτσι. Σε βάζω στα link.

12:27 μ.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

ntaks diavasa diafora arthra sou.. eisai o klassikos karagiozis me mikro lilaki

3:29 μ.μ.

 
Anonymous Ανώνυμος said...

poli kalo.grats

9:38 π.μ.

 

Δημοσίευση σχολίου

<< Home